Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Μεσόγειος


Να μπορούσα τουλάχιστον να κλείσω

Σ’ αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά

Κάτι απ’ το παραμιλητό σου·

Να μου δινόταν να ταιριάσω

Στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου,-

Εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω

Τα λόγια τ’αρμυρά

Όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα

Για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου

Γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.

Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ΄τα φθαρμένα γράμματα

Των λεξικών, και τη σκοτεινή

Φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει

Γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.

Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά

Που σαν δημόσιες γυναίκες

Προσφέρονται σ’ όποιον τις θέλει·

Δεν έχω άλλες απ’ τις κουρασμένες τούτες φράσεις

Που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν

Ρέμπελοι φοιτητές γι’ αληθινούς στίχους.

Κι η βοή σου αυξαίνει κι απλώνεται

Γαλάζιος ο νέος ίσκιος.

Μ’ αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.

Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.


Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Αόρατες πόλεις


Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που θα υπάρξει. Αν υπάρχει , είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ , η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα , που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί.
Δύο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριό της :

Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς : Δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην τη βλέπεις πια.

Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση : Ψάξε και μάθε ν'αναγνωρίζεις , ποιος και τι , στη μέση της κόλασης , δεν είναι κόλαση , κι αυτά κάνε να διαρκέσουν δωσ' τους χώρο".

ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ

Πέταξαν όλα τα πουλιά μέσα από τα κλαριά μου


οι άδειες φωλιές ξεραίνονται καθώς το δάκρυ


άκρη άκρη εκεί στο μάγουλο


έφυγε κι ο ζωγράφος τούτου εδώ του πίνακα που κατοικώ

έτσι καθώς η αράχνη


έτσι καθώς μια μεταμέλεια

Τι ζωγραφίζει τι να ζωγραφίζει. Ίσως τη νεότητα

Και τις ευτυχισμένες χώρες τους ανθρώπους που


Φοβάμαι τόσο οι μέρες τους στις μέρες μου μη μοιάσουνε μια μέρα



Τι ζωγραφίζει εκείνος που στα πράγματα τα χρώματά τους τα καινούργια δίνει



Ίσως εσάς παιδιά ωραία παιδιά καθώς κι εμείς ση δυστυχία ταγμένα


Που αφήνετε μέσα από τα δάχτυλά σας να κυλά ο καιρός ης ηδονής



Πεισματικά πιστά στο ρόλο των προσώπων σας τον άψογο


Πώς χάνονται όλα μέσα μου όλα σβήνουν


Εκτός απ' τη σκληρή ηδονή μετά πολύ


Που έχει φύγει



Απόσπασμα "Οι λέξεις του τέλους" - Λουί 'Aραγκον

"East Coker" from "The Four Quartets"

Ω σκότος σκότος σκότος. Όλοι πάνε στο σκότος.
Οι κενοί διαστρικοί χώροι, το κενό μέσα στο κενό,
Οι καπετάνιοι, έμποροι τραπεζίτες, διαπρεπείς άνθρωποι των γραμμάτων,
Οι γενναιόδωροι προστάτες των τεχνών, τα δημόσια πρόσωπα και οι κυβερνήτες,
Εξέχοντες δημόσιοι λειτουργοί, πρόεδροι πολλών επιτροπών,
Βιομηχανικοί άρχοντες και ασήμαντοι εργολάβοι, όλοι πάνε στο σκότος,
Και σκοτάδι ο Ήλιος και Φεγγάρι¹, και το Αλμανάκ του Γκόθα²,.
Και τα Νέα του Χρηματιστηρίου και ο Κατάλογος των Διευθυντών,
Και κρύα η αίσθηση και χαμένο το κίνητρο της δράσης.
Και όλοι μας πάμε μαζί τους, στην σιωπηλή κηδεία,
την κηδεία του Κανένα, γιατί δεν υπάρχει κανένας για να θάψουμε.
Είπα στην ψυχή μου, να είσαι ακίνητη, και άφησε το σκότος να έρθει πάνω σου
Το οποίο θα είναι το σκότος του Θεού. Όπως σ' ένα θέατρο,
Σβήνουν τα φώτα, για να αλλάξει το σκηνικό
Με μια υπόκωφη βοή των φτερών, με μια κίνηση του σκότους πάνω σε σκότος,
Και γνωρίζουμε ότι οι λόφοι και τα δέντρα, το μακρινό πανόραμα
Και την έντονα επιβλητική πρόσοψη όλα θα κυλήσουν μακρυά-
Ή όπως όταν ένας υπόγειος σιδηρόδρομος, στο τούνελ, σταματά για πολύ ανάμεσα σε στάσεις
Και οι συζητήσεις γίνονται εντονότερες και σιγά σιγά σβήνουν για να γίνουν ησυχία
Και βλέπεις πίσω από κάθε πρόσωπο το πνευματικό κενό να βαθαίνει
Αφήνοντας μόνο τον αυξανόμενο τρόμο του τίποτα για να σκεφτεί
Ή όταν, υπό την επήρεια του αιθέρα, το μυαλό έχει συνείδηση, αλλά συνείδηση του τίποτα-
Είπα στην ψυχή μου, να είσαι ακίνητη, και περίμενε χωρίς ελπίδα
Γιατί η ελπίδα θα είναι ελπίδα για λάθος πράγμα. Περίμενε χωρίς αγάπη
Γιατί η αγάπη θα είναι αγάπη για το λάθος πράγμα. Υπάρχει ακόμα η πίστη
Αλλά η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα είναι όλα στην αναμονή.
Αναμονή χωρίς σκέψη, γιατί δεν είσαι έτοιμος για σκέψη:
Έτσι το σκότος θα γίνει το φως, και η ηρεμία ο χορός.
Ψίθυρος από τρεχούμενα ρέματα, και χειμωνιάτικη αστραπή.
Το άγριο θυμάρι αόρατο και η άγρια φραουλιά,
Το γέλιο στον κήπο, αντήχησε έκσταση
Όχι χαμένη, αλλά απαιτητική, δείχνοντας την αγωνία
Του θανάτου και της γέννησης.

Λέτε ότι επαναλαμβάνω
Κάτι που έχω πει και πριν. Θα το πω πάλι,
Να το πω πάλι; Για να φτάσετε εκεί,
Για να φτάσετε εκεί που είστε, να φτάσετε από εκεί που δεν είστε,
Πρέπει να πάτε από ένα δρόμο όπου δεν υπάρχει έκσταση.
Για να φτάσετε σ' αυτό που δεν γνωρίζετε
Πρέπει να πάτε από ένα δρόμο που είναι ο δρόμος της άγνοιας.
Για να κατέχετε αυτό που δεν κατέχετε
Πρέπει να πάτε από το δρόμο της στέρησης.
Για να φτάσετε σε αυτό που δεν είστε
Πρέπει να πάτε μέσω του δρόμου στον οποίο δεν είστε.
Και αυτό που δεν γνωρίζετε είναι το μόνο πράγμα που γνωρίζετε
Και αυτό που σας ανήκει είναι αυτό που δεν σας ανήκει
Και εκεί που είστε είναι εκεί που δεν είστε.

Μαρσέλ Προυστ


«...ο έρωτάς του δεν ήταν πια χειρουργήσιμος

...ενσωματώνονταν για πάντα στη θλίψη του

...δρασκέλιζα σ’ ένα δευτερόλεπτο αιώνες πολιτισμού...

...ίσως γιατί ήταν το μόνο δωμάτιο που μου επιτρέπανε να κλειδώνω, για όλες μας τις απασχολήσεις που απαιτούσαν απαραβίαστη μοναξιά: ανάγνωση, ονειροπόληση, δάκρυα και ηδυπάθεια.

...ανέβαινα να κλάψω στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού, κοντά στο δωμάτιο της μελέτης, κάτω από τη στέγη, σ’ ένα καμαράκι που μύριζε ίρις και του πρόσθετε μοσχοβολιά μια άγρια μαυροσταφυλιά που ‘χε φυτρώσει απ’ έξω ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου κι ένα λουλουδισμένο κλαδί της περνούσε περνούσε απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο.

...γιατί αύξαινα την ανησυχία μου προσπαθώντας να επιβάλω στον εαυτό μου μια γαλήνη που ήταν η παραδοχή της δυστυχίας μου.

...προσθέτοντας στη μάλλινη υφή τους μιαν άλλη ροζ βελούδινη, μιαν επιδερμίδα από φως, το είδος εκείνο της τρυφερότητας, της σοβαρής γλυκύτητας μέσα στην επισημότητα και τη χαρά, που χαρακτηρίζουν ορισμένες μουσικές σελίδες του Λόεγκριν, ορισμένους πίνακες του Καρπάτσιο, και σε κάνουν να καταλάβεις γιατί ο Μπωντλαίρ μπόρεσε να χρησιμοποιήσει για τον ήχο της σάλπιγγας το επίθετο «γλυκός».

...Η μητέρα μου αναγκάστηκε να διακόψει τη συζήτηση, όμως κι απ’ αυτή την αναγκαστική διακοπή έβγαλε μιαν ακόμη ευαίσθητη σκέψη, σαν τους καλούς ποιητές που η τυραννία της ρίμας τούς σπρώχνει να βρουν τους πιο ωραίους στίχους.

...μ’ αγαπούσαν όμως αρκετά για να μη δεχτούν να μ’ απαλλάξουν απ’ τις θλίψεις, ήθελαν να μου μάθουν να τις κυριαρχώ, για να δυναμώσουν τη νευρική μου ευαισθησία και να δυναμώσουν τη θέλησή μου.

Προσπαθούσε να βρει ένα τέχνασμα ώστε, αν δεν μπορούσε να εξαφανίσει την εμπορική χυδαιότητα, τουλάχιστον να την περιορίσει, να την υποκαταστήσει, σε μεγάλο ποσοστό, πάλι με τέχνη, να προσφέρει επάλληλα «στρώματα τέχνης»...

...χάρη σ’ αυτό τον τόνο έκανε πιο απαλές, καθώς περνούσαν, όλες οι ακαμψίες στους χρόνους των ρημάτων, έδινε στον παρατατικό και στον αόριστο τη γλυκύτητα που υπάρχει στην καλοσύνη, τη μελαγχολία που υπάρχει στην τρυφερότητα, οδηγούσε τη φράση που τελείωνε σ’ εκείνη που έμελλε ν’ αρχίσει, πότε ταχύνοντας, πότε αργοπορώντας το βηματισμό των συλλαβών, για να τις κάνει να ενταχθούν, κι αν ακόμα διαφέρανε ποσοτικά, σ’ ένα ομοιόμορφο ρυθμό, εμφυσούσε μέσα σ’ αυτή την τόσο κοινή πεζογραφία ένα είδος συναισθηματικής κι αδιάκοπης ζωής.

Ανήκε σ’ εκείνους τους ανθρώπους που έξω από την επιστημονική τους καριέρα, όπου άλλωστε πέτυχαν λαμπρά, έχουν μια παιδεία τελείως διαφορετική, λογοτεχνική, καλλιτεχνική, που η επαγγελματική τους ειδίκευση δεν τη χρειάζεται, μα που τη χρησιμοποιούν με όφελος στην κουβέντα τους.

...η επανάσταση είναι καλύτερη (σσ. από τον πόλεμο), γιατί όταν κηρύσσεται πάνε να πολεμήσουν μόνο όσοι θέλουν.

...θά ‘νιωθα την απελπισία του ερωτευμένου που θέλει ν’ αγαπήσει για όλη του τη ζωή και στον οποίο μιλούν για τις άλλες ερωμένες που θά ‘χει αργότερα.

...κυριαρχική οικειότητα

...παράξενη και ευλαβική μελαγχολία

...οι μεγαλόψυχοι και οι άλλοι

Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστο όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστο στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε.

Δεχόταν σα μια γενική αλήθεια, πως για κάθε ξεχωριστό άτομο, φανταζόταν πως το τμήμα της ζωής του που αγνοούσε ήταν όμοιο με το τμήμα εκείνο που γνώριζε. Φανταζόταν όσα του αποσιωπούσαν με τη βοήθεια όσων του έλεγαν.

Έτσι η αγάπη του για την ειλικρίνεια, επειδή δεν ήταν χωρίς ιδιοτέλεια, δεν τον είχε κάνει καλύτερο.

Να όμως τώρα που στην εξασθένιση της αγάπης του αντιστοιχούσε ταυτόχρονα και μια εξασθένιση της επιθυμίας να παραμείνει ερωτευμένος. Γιατί δεν μπορεί ν’ αλλάξεις, δηλαδή να γίνεις ένας άλλος, και να εξακολουθείς ταυτόχρονα να υπακούς στα συναισθήματα του παλιού εαυτού σου».

Αναζητώντας το χαμένο χρόνο (πρόχειρη ανθολόγηση)

Tου Γιώργου Χειμωνά

Ερώτηση: Τι γνωρίζατε από λογοτεχνία εκείνη την εποχή [τα παιδικά και εφηβικά χρόνια]; Τον Ντοστογιέφσκι;
Γ.Χ.: Ναι, είναι για μας κάτι σαν εθνικός μας συγγραφέας. Τα παραληρήματά μας είναι συγγενικά...

Γ.Χ.: Στην παράδοση καταλήγεις, δεν ξεκινάς με το σχήμα της. Παράδοση δεν είναι αόριστα η συνέχεια της φυλής μας, είναι μια ανακύκλωση βιώματος και γλώσσας, όπου το βίωμά σου και η γλώσσα σου, αφού διασχίσουν ένα παρθένο δάσος από ίσκιους, ήχους και αφές, βγαίνουν σ’ ένα ξέφωτο κι εκεί συναντούν, από καιρό ακουμπημένους, τους παλιούς ίσκιους, ήχους και τις αφές κάποιου άλλου ανθρώπου της φυλής σου. Στη γλώσσα του Σολωμού εγώ επιβεβαίωσα τους δικούς μου ελληνικούς ήχους, αναγνώρισα την ηχώ της ελληνικής φωνής όπως ακούγεται ακατάπαυστα στην ατομική και εθνική μας ακοή.

Ερώτηση: Για να τελειώσεις από το φόβο, ήρθες στο φόβο...
Γ.Χ.: ...Ο άλλος είναι τόσο τρομοκρατημένος, που σπεύδει να κουρνιάσει στον άνθρωπο που τον τρομοκρατεί, γιατί αισθάνεται την ανάγκη, μέσα σ’ αυτό το κλίμα του τρόμου, να είναι με κάποιον. Πρόσεξε εδώ το παράλογο που αναδύεται, που για μένα δεν είναι καθόλου παράλογο. Γιατί αμέσως το άλλο πρόσωπο του λέει: «-Σε τρομάζω και έρχεσαι σε μένα που σε τρομάζω;» κι ο άλλος απαντάει: «-Ναι, με τρομάζεις, αλλά τώρα είμαστε μαζί». Δηλαδή, αντιμετωπίζει τον τρόμο έχοντας δίπλα κάποιον, δεν έχει σημασία που ο κάποιος είναι ο ίδιος ο τρόμος. Είναι η έσχατη, η πιο απελπισμένη προστασία από τον τρόμο. Ή, ακόμα, ο τρόμος ξεκολλά από το συγκεκριμένο τρομαχτικό πρόσωπο του άλλου και, σε ένα άλλο πια επίπεδο, γίνεται απειλητικός και για τα δύο πρόσωπα...

Ερώτηση: ...εκείνος, παρά τη χούντα, αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Γιατί; Τον έσπρωξε η νοσταλγία;
Γ.Χ.: Όχι, όχι η νοσταλγία... Ακούστε, ο Έλληνας έχει, πιστεύω, μια μυστική σχέση με τους άλλους Έλληνες. Θέλει να αναγνωρίζεται ως Έλληνας από τους άλλους Έλληνες. Και με αυτή την έννοια η ελληνική ταυτότητα είναι όχι εθνική, αλλά οντολογική. Παράδειγμα όλοι αυτοί οι συμπατριώτες μας που διακρίνονται στο εξωτερικό, αλλά που ζουν με το όνειρο να αναγνωριστούν στην Ελλάδα. Είναι ένα όνειρο που δεν λέγεται ρητά, αλλά το νιώθεις. Θέλουν την επιδοκιμασία των «σοφιστών». Δεν τους ενδιαφέρει αν οι ξένοι τους αναγνωρίζουν ως Έλληνες γιατί οι ξένοι αγνοούν ποια είναι η σύγχρονη Ελλάδα που κουβαλάμε πάνω μας.

Ερώτηση: Η ιδότητα του ψυχιάτρου βοηθά να αναπτυχθεί αυτή η σχέση (σσ. με τη λογοτεχνία);
Γ.Χ.: Δεν συμφωνώ με τις ψυχαναλυτικές ερμηνείες που δίνονται στους συγγραφείς ή στους ήρωές τους: Δεν χρωστάω σχεδόν τίποτα στην ψυχιατρική αλλά, αντίθετα, πολλά στην ιατρική. Η ιατρική αποτελεί έναν πολύ ζωντανό ιστό της λογοτεχνίας μου. Όχι, όμως, γιατί με βοήθησε να γνωρίσω με επιστημονικές παραμέτρους τον άνθρωπο, αλλά γιατί μου εξασφαλίζει μια κορυφαία, πιστεύω, επαφή μαζί του. Δεν είναι μόνο γιατί βλέπω τον άρρωστο στην καθαρότερη αληθινότητά του που του προσδίδει ο σωματικός πόνος, αλλά γιατί αυτήν την αληθινότητα τη βλέπω να διακτινώνεται σ’ ολόκληρο το πλέγμα των συγγενών, των φίλων που του παραστέκονται, αλλά και των νοσηλευτών που τον φροντίζουν.


Ερώτηση: Ποιο–Τι-Είναι-Το-Ανθρώπινο
-Όριο. Ο Γιατρός Ινεότης εμπεριέχεται και περιέχει το ανθρώπινο όριο. Το όριο; Και τι μπορεί να αντιπαρατάξει κανείς στο όριο; Τι είναι ο οριακός λόγος;
Γ.Χ.: Ο Γιατρός Ινεότης έχει το ανθρώπινο όριο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει τον άνθρωπο στην άκρη. Πέρα από αυτό, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Να φανταστούμε έναν άνθρωπο που είναι αρπαγμένος από μια άκρια. Ότι κι αν είναι αυτή η άκρια, γη, άνθρωπος, οτιδήποτε. Δεν το καθορίζω όμως απόλυτα. Είναι κάτι περισσότερο. Αν επιμείνεις στον καθορισμό αυτού του ορίου, θα το έλεγα: Το όριο είναι ένας νόμος. Ο άνθρωπος που περιέχει το ανθρώπινο όριο είναι ο άνθρωπος που έχει υποστεί την ισχύ ενός νόμου και τον καταλύει αυτόν τον νόμο. Η μόνη επεξήγηση που μπορώ να δώσω γι’ αυτό το όριο, η μόνη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ακριβώς η εξουσία και η κατάρρευση ενός νόμου. Θα μπορούσα να γενικεύσω λίγο το θέμα, όσο κι αν αυτό φανεί μεγαλόσχημο: Η λογοτεχνία αρχίζει με την επιβολή, με την εγκατάσταση νόμων. Των νόμων της φύσης. Των νόμων της ψυχής. Πάνω στον άνθρωπο. Ο οριακός λόγος που με ρωτάς, λοιπόν, βρίσκεται ακριβώς στο άλλο άκρο. Αν η λογοτεχνία άρχισε με μια εγκατάσταση νόμου, η λογοτεχνία ίσως μπορεί να φανταστεί κανένας ότι θα πρέπει να τελειώνει με την κατάλυση αυτού του νόμου. Να τελειώνει, δηλαδή, να κλείνει ο μεγάλος κύκλος της βιολογίας της.

Γ.Χ.: Όταν λέω «όριο του ανθρώπου» εννοώ το «γνωστικό» όριο του ανθρώπου, εννοώ την ολική συνείδηση του κόσμου, που έχει πια αγγίσει τα πέρατά της, έχοντας εξαντλήσει όλες τις νοητικές και τις ψυχικές της αντοχές. Προσέξτε, χρησιμοποιώ τη λέξη «αντοχή», όχι «δυνατότητα». Γιατί τη δυνατότητα αυτής της γνώσης-συνείδησης που εννοώ, εγώ τη θεωρώ απεριόριστη και δυνάμει ανεξάντλητη. Πρόκειται, λοιπόν, για μια «θυμική» εξάντληση του σύγχρονου ανθρώπου κι αυτό φαίνεται καθαρά από τον τρόπο που ο Γιατρός Ινεότης βιώνει και ορίζει αυτό το γνωστικό όριο...

Γ.Χ.: Η συνείδηση είναι υποχρεωμένη, για να συγκροτείται ως ατομική κάθε φορά και στο διηνεκές, να διαφοροποιείται συνεχώς από τον κόσμο και η αποκοπή της από αυτόν μεταβάλλεται πλέον σε αναγκαίο όρο, αλλά και νόμο, της έκτοτε υπόστασής της.

Γ.Χ.: Και θα είναι λόγος τέχνης, γιατί μονάχα η τέχνη είναι ικανή να εκστομίσει ένα τέτοιο άγγελμα και κυρίως να το αποδείξει, γιατί η τέχνη είναι ο μοναδικός τρόπος να γίνει κοινός ο ίδιος λόγος –όταν ο λόγος γίνεται ίδιος επειδή ακριβώς είναι κυρίως κοινός.

Γ.Χ.: Αλλοίμονο, έχω μια τρομαχτική εκφραστική αναπηρία, οι λέξεις μου δεν εκφράζουν τίποτε –συνιστούν απλώς μια απεγνωσμένη αντίσταση στη σιωπή: έχω μια θανάσιμη αρρώστια, τη σιωπή. Πριν καιρό, έλεγα ότι η τέχνη είναι αποκάλυψη μιας αλήθειας (υπερβατικής): ήταν η φάση μου του ιεροφάντη. Τώρα λέω πως η τέχνη είναι συντήρηση των ελάχιστων και πανάρχαιων ανθρώπινων αξιών (πόθος, πάθος, πόνος, κλπ): είναι η φάση του μάρτυρα. Το τέλος δεν πρέπει να είναι μακριά: κάτι το τ ε λ ε υ τ α ί ο, σαν θρόμβος υδράργυρου γλυστρά μέσα στο νου μου.

Γ.Χ.: Κι αν μύθος δεν σημαίνει άλλο από την ψευδαίσθηση εξανθρώπισης του κόσμου, η λογοτεχνία αυτή δοκιμάζεται σ’ ένα έσχατο μύθο, που δεν είναι παρά ο ίδιος μύθος ανεστραμμένος: της εκκόσμισης του ανθρώπου –ο κόσμος τελείται ερήμην του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος φέρει τον κόσμο μέσα του.

Γ.Χ.: Μνήμη είναι μια πεθαμένη διάσταση. Ένα κοιμητήριο πραγμάτων, βιωμάτων, αισθημάτων, που δεν ζωντανεύουν στο παρόν. Όλο το παιχνίδι παίζεται στο παρόν. Μόνη διάσταση του χρόνου το παρόν. Μέλλον δεν υπάρχει. Απλώς το φανταζόμαστε. Το προσδοκάμε. Προβάλλουμε τους φόβους, τις αγωνίες, τις ελπίδες μας. Αλλά μέλλον –με αισθητήριο την ατομική συνείδηση κι όχι με έννοια εγωιστική, ναρκισσιστική βέβαια –δεν υπάρχει. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ το μέλλον. Όλα, πρέπει να γίνουν στο παρόν.

Γ.Χ.: Γιατί είναι ανεπίτρεπτο να είσαι αμαθής χωρίς να έχεις ήδη μάθει, αυτοδίδακτος χωρίς να έχεις ήδη διδαχθεί.

Γ.Χ.: Ο ποιητής δεν φοβάται το θάνατο, το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός, η ποίηση είναι υπερφυσική.
Ο Γιώργος Χειμωνάς

Πωλ Βαλερύ (1871-1945), Επιλογή από τους Στοχασμούς του (Στιγμή, 1996) Ο εκφραστής της "καθαρής ποίησης" (poesie pure).

«Ότι δεν έχει σταθεροποιηθεί δεν είναι τίποτα. Ότι έχει σταθεροποιηθεί είναι νεκρό.

»Ένα καλά περιγεγραμμένο συναίσθημα είναι ένα συναίσθημα ακρωτηριασμένο.
»Η ελευθερία είναι σημάδι, ανταμοιβή, αποτέλεσμα σοφής πειθαρχίας. Μόνο ο χορευτής ξέρει να περπατά, ο τραγουδιστής να μιλά, ο στοχαστής να χαμογελά.
»Πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να τιμούμε, να σεβόμαστε τις δυσκολίες που παρουσιάζονται. Μια δυσκολία είναι ένα φως. Μια ανυπέρβλητη δυσκολία είναι ένας ήλιος.

»Η πιο μεγάλη απόλαυση είναι το πλησίασμα της απόλαυσης.

»Όποιος κάνει το καλό από καθήκον, το κάνει άσχημα, και το κάνει χωρίς τέχνη.
»Η αδυναμία της δύναμης είναι ότι δεν πιστεύει παρά στη δύναμη.
»Οι μύθοι είναι οι ψυχές των πράξεων και των ερώτων μας. Δεν μπορούμε να δράσουμε παρά κατευθυνόμενοι προς ένα φάντασμα. Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε παρά αυτό που δημιουργούμε.
»Πολιτική είναι ο χειρισμός του περισσότερου από το λιγότερο, του τεράστιου αριθμού από τον μικρό, του πραγματικού από τις εικόνες και τις λέξεις.

»Ιδέες, εκτιμήσεις, καθαρά εθνικές οδηγούν τα έθνη στο χαμό τους,
Θα ήθελα ένα έθνος να ήταν βουβό για τη δόξα και για τα πλεονεκτήματά του και να μη μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του.
Θα ήθελα ένα έθνος να είχε την πολιτική του πιθανού μέλλοντος και όχι του παρελθόντος του.
Η Ευρώπη είναι γεμάτη από ταυτόχρονες αψίδες θριάμβου που το άθροισμά τους είναι μηδέν. Όχι όμως και το άθροισμα των μνημείων στους νεκρούς.

»Η βία είναι μια μορφή βλακείας.

»Η ειρήνη είναι, ίσως, η κατάσταση πραγμάτων που σ’ αυτήν η φυσική εχθρότητα των ανθρώπων μεταξύ τους εκδηλώνεται με δημιουργίες, αντί να μεταφράζεται σε καταστροφές, όπως γίνεται στον πόλεμο.
»Μια εκπαίδευση που δεν σου διδάσκει να θέτεις στον εαυτό σου ερωτήματα είναι κακή. Ο μαθητής πρέπει να ρωτά, όχι ο δάσκαλος.
»Εκπαίδευση –το σύστημα των «λαμπρών μαθητών» [...] έχοντας ζήσει μόνο από τα 5 ή 6 πρώτα χρόνια εργασίας της νόησής τους, εντελώς προσδιορισμένο στόχο. Που όταν τον πετύχουν, αποδεικνύονται ανίκανοι να δημιουργήσουν άλλους.
»Ο καλλιτέχνης ζει στην οικειότητα της αυθαιρεσίας του και στην αναμονή της αναγκαιότητάς του.

»(ο καλλιτέχνης) δεν ζητά παρά τα δυσκολότερα δάκρυα και τη δυσκολότερη χαρά, που αναζητούν την αιτία τους και που δεν την βρίσκουν καθόλου μέσα στην εμπειρία της ζωής...
Ένα έργο μουσικής απόλυτα καθαρής, μια σύνθεση του Σεβαστιανού Μπαχ, π.χ., που δεν δανείζεται τίποτε από το συναίσθημα, αλλά που κατασκευάζει συναίσθημα χωρίς μοντέλο, και που όλη η ομορφιά του έγκειται στους συνδυασμούς του, στην οικοδόμηση μιας χωριστής ενορατικής τάξης, είναι ένα ανεκτίμητο απόκτημα, μια τεράστια αξία που βγήκε από το μηδέν...
»Όλο το πρόβλημα της τέχνης έγκειται στη σύνδεση των διαδικασιών της ζωντανής φύσης με την πράξη του ανθρώπινου τύπου. Τραγουδώ σημαίνει δίνω σε μια φωνή τη μορφή ενός φυτού που μεγαλώνει –ή της δραστηριότητας ενός πουλιού μέσα στο χώρο.
»Η μίμηση, η περιγραφή, η αναπαράσταση του ανθρώπου ή των άλλων πραγμάτων δεν σημαίνει μίμηση της φύσης στη λειτουργία της: σημαίνει μίμηση των προϊόντων της, και αυτό είναι τελείως διαφορετικό.

»Ο ορισμός του Ωραίου είναι εύκολος: είναι αυτό που απελπίζει.

»Τίποτε ωραίο δεν μπορεί να συνοψιστεί.
»Η ομορφιά έγκειται στην αδυναμία να χωρίσεις χωρίς απώλειες
- τη συγκίνηση απ’ αυτό που συγκινεί
- τη μορφή από το περιεχόμενο
- τον τρόπο της δημιουργίας από το δημιούργημα και στην ανανέωση της επιθυμίας από την ίδια την ικανοποίηση.
»Ένας άνθρωπος μου φαίνεται τόσο λιγότερο «ευαίσθητος» όσο περισσότερο επιδεικνύει και χρησιμοποιεί το συναίσθημά του.
»Δεν πρέπει όμως να συμπεραίνει κανείς την απουσία από τη σιωπή.
»Οι αισιόδοξοι γράφουν άσχημα.

»Αυτό που λέω με αλλάζει. Ακόμα και ειπωμένο στον εαυτό μου. Και ίσως είμαι προσδιορισμένος απ’ ότι έχω εκπέμψει –όχι απ’ ότι έχω υποστεί.

»Δεν θα ήμουν εγώ, αν δεν μπορούσα να είμαι ένας άλλος.
»Η φιλία, η αγάπη είναι να μπορείς να είσαι αδύναμος μαζί με κάποιον άλλο.
»Ο έρωτας απευθύνεται σ’ αυτό που είναι κρυμμένο μέσα στο αντικείμενό του.

»Μερικοί αναζητούν τις γυναίκες για να τις απολαύσουν κι έπειτα να σκέφτονται ελεύθερα άλλα πράγματα. Κι έτσι έχουν την τάση να επιθυμούν την αλλαγή γυναικών. Άλλοι έχουν μια γυναίκα όπως έχει κανείς τις παντόφλες του, άνετα οι ίδιες. Λίγοι όμως, απειροελάχιστοι, επιθυμούν στη γυναίκα ένα ζωντανό ον, πάντα γεμάτο ανακαλύψεις και θέλγητρα, ένα μικρό κόσμο που ενώ τον κατέχουν από όσο πιο κοντά γίνεται, εκείνος διατηρεί ακόμα ένα άπειρο σκοταδιού και μυστικών.
Αυτοί γίνονται οι πραγματικοί εραστές. Αλλά είναι σπανιότατοι, κι εκείνοι που θα μπορούσαν να είναι έτσι, πέφτουν σε γυναίκες που έχουν ακριβώς τη φύση των ανδρών που ανέφερα στην αρχή.

»Μάλλον φαίνεται αδύνατον, αυτός που σ’ αγαπά να σε γνωρίζει βαθιά –Το βάθος δεν είναι ποτέ αξιαγάπητο. [...]
Δεν είμαι εγώ αυτό που αγαπάτε –(και τι είναι εγώ;). Δεν είναι, θέλω να πω, αυτό το εγώ που ο ίδιος αποδίδω στον εαυτό μου –είναι ένα ον φτιαγμένο μόνο από την προσδοκία σας και από μερικές όψεις του εαυτού μου. Αυτό φαίνεται καθαρά από τη συνέχεια του έρωτά σας, όπου μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι αναλώνεστε στο να αρνείστε και να σβήνετε όλα τα πρόσωπα και τις όψεις μου που δεν εναρμονίζονται μ’ αυτή την Ιδέα που ανταποκρίνεται τόσο καλά στην ανάγκη σας. Ενισχύεται, αντίθετα, τα χαρακτηριστικά που της ταιριάζουν. Κι επομένως, όσο περνά ο καιρό, τόσο περισσότερο διαφορετική γίνεται η ιδέα από το υποτιθέμενο πρότυπό της.
»Έρωτας, Πνεύμα –οι δυο μορφές του απελπισμένου αγώνα κατά του Νόμου της απώλειας.
»Η μεγαλύτερη άγνοια είναι να μην ξέρεις ποια ερωτήματα δεν πρέπει να διατυπώνονται. Σημαίνει ότι μπερδεύεις τα αληθινά προβλήματα με τα ψευδοπροβλήματα.

»Η μνήμη δεν «χρησιμεύει» τόσο στην αναπαράσταση του παρελθόντος, όσο στη συγκρότηση του διαρκούς, του χωρίς εποχή, ευκαιριακά, σύμφωνα με τα ερεθίσματα του παρόντος.
»Η μνήμη είναι το μέλλον του παρελθόντος.
»Και στο πιο αμυδρό φως ξαναχτίζω το ύψος απ’ όπου θα πέσω μετά.
»Καμιά μεμονωμένη λέξη δεν έχει νόημα. Έχει μια εικόνα, αλλά οποιαδήποτε, και η λέξη δεν αποκτά ΤΗ σημασία της παρά μέσα σε μια οργάνωση –με αφαίρεση ανάμεσα ΣΤΙΣ σημασίες της.
»Δεν ολοκληρωνόμαστε ως άνθρωποι με την όραση και με την αφή. Μας χρειάζεται να μιλούμε, να κάνουμε να μιλά το πράγμα, σαν να ήταν όριο, κατώφλι, η έναρθρη έκφραση.

»Πιο πέρα, πιο πριν από τα ονόματα είναι οι αντωνυμίες, που είναι ήδη πιο αληθινές και πιο κοντά στην Πηγή, Κι αυτές οι λέξεις που έρχονται στους εραστές και στις μητέρες, και που είναι της στιγμής, της εγγύτητας της αίσθησης της ζωής –όταν η σάρκα πολύ κοντά στη σάρκα ψελλίζει.
»Κάθε αληθινός ποιητής είναι αναγκαστικά πρώτης τάξεως κριτικός.
»Αυτό που κάνεις άριστα είναι αναπόφευκτη παγίδα.
»Από την ίδια εντύπωση ο ένας φτιάχνει ένα τραγούδι, ο άλλος μια «αναλυτική» θεωρία.
»Η αταξία του πνεύματος είναι δημιουργική –αλλά δεν δίνει παρά το καινούργιο έμβρυο. Τη ζωή και όχι το βιώσιμο. Χρειάζεται να κυοφορήσεις και να γεννήσεις μετά τη γονιμοποίηση αυτή.

»Η Ποίηση είναι η προσπάθεια απεικόνισης, με τα μέσα της έναρθρης γλώσσας, εκείνων των πραγμάτων ή εκείνου του πράγματος που επιχειρούν σκοτεινά να εκφράσουν οι κραυγές, οι θωπείες, τα φιλιά, οι στεναγμοί κτλ., και που μοιάζουν να θέλουν να εκφράσουν τα αντικείμενα με τη φαινομενικότητα της ζωής ή με το υποτιθέμενο σχέδιο που διαθέτουν. Το πράγμα αυτό δεν μπορεί να οριστεί διαφορετικά. Έχει τη φύση της ενέργειας, της διέγερσης, δηλαδή της δαπάνης.

»Ποίηση:
Δάκρυα που ξέρετε πιο πολλά από μένα
Εκπλήξεις της ζωής που ξέρετε πιο πολλά από μένα
Διακυμάνσεις, αφθονίες ή εκκρεμότητες
Της ροής των πηγών της ζωής,
που ξέρετε πιο πολλά από μένα (κτλ)
Άμεση γλώσσα της πραγματικότητάς μου
Φωνή της (πρωτόγονης) ουσίας μου
Ευαισθησία του ίδιου του αισθητού
(Εκφράσεις που είστε το εκφρασμένο πράγμα)
και που κάνετε το είναι να γίνεται αισθητό, να εκδηλώνεται μέσα στο γνωρίζειν σαν διαταραχή. [...] Effects, εκφράσεις που σχηματίζονται μέσα στην καθαρότητα και στην ομοιογένεια της γνώσης όταν πλησιάζουμε σε κάποια όρια. (Η τεχνητή δημιουργία αυτών των effects είναι ποίηση)

»Ποίηση είναι σχηματισμός, με το σώμα και με το πνεύμα σε δημιουργική ένωση, αυτού που ταιριάζει σ’ αυτή την ένωση και την διεγείρει ή την ισχυροποιεί.
Ποιητικό είναι κάθε τι που προκαλεί, αποκαθιστά αυτή την ενωτική κατάσταση.
Σώμα εννοούμε τα εκφραστικά μέρη του σώματος και τις κινήσεις τους.

»Αρμονικές. -Αρμονικές ψυχο-φυσικές γενικεύσεις –είναι η ουσία της ποίησης. Αυτό δημιουργεί την αίσθηση του τραγουδιού, της αντήχησης.

»Ποίηση είναι αυτό που δεν μπορεί να συνοψιστεί. Μια μελωδία δεν συνοψίζεται.

»Το να φιλοσοφείς με στίχους ήταν και είναι ακόμα σαν να θέλεις να παίξεις τόμπολα με τους κανόνες του σκακιού.

»Για έναν ποιητή, το θέμα ποτέ δεν είναι να πει ότι βρέχει. Το θέμα είναι ...να δημιουργήσει βροχή.

»Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια τόσο αόριστη ιδέα για την ποίηση, που αυτή η ίδια η αοριστία της ιδέας τους είναι γι’ αυτούς ο ορισμός της ποίησης.

»Αυτός που γράφει στίχους χορεύει στο σχοινί. Περπατά, χαμογελά, χαιρετά, κι αυτό δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό μέχρι τη στιγμή που παρατηρεί κανείς ότι αυτός ο τόσο απλός και άνετος άνθρωπος τα κάνει όλα αυτά πάνω σ’ ένα σχοινί πάχους ενός δαχτύλου.

»Το ποίημα –αυτός ο παρατεινόμενος δισταγμός ανάμεσα στον ήχο και στο πνεύμα.

»Δεν πρέπει να βάζεις σε στίχους τις ιδέες που γι’ αυτές ο πεζός λόγος είναι ικανός.

»Ο μεγάλος ζωγράφος Degas... είπε μια μέρα στον Mallarme: «Η δουλειά σας είναι διαβολεμένη. Δεν καταφέρνω να κάνω αυτό που θέλω, κι όμως είμαι γεμάτος ιδέες». Και ο Mallarme του απάντησε: «Δεν γίνονται με ιδέες οι στίχοι, αγαπητέ μου Degas. Γίνονται με λέξεις».


Η φύσις

Η φύσις είναι σαν μεγάλο συντριβάνι
Θέμε δε θέμε πάμε πάντοτε με τα νερά της
Κάποτε δένουμε τους μπόγους μας στη ράχη μας
Κ’ έτσι καταδυόμεθα στον ύπνο
Όπως οι κώδωνες των βουτηχτάδων
Μέσ’ στους βυθούς των ομφαλών της θάλασσας
Ψάχνοντας ερευνώντας βρίσκοντας
Πόθους εν εγρηγόρσει σαν πυκνά κοπάδια
Που αναμιγνύουν τις κραυγές των με λουλούδια
Στην πιο βαθειά χλωρίδα των βυθών
Όπως και επί της γης και στα λειβάδια
Όταν παραμερίζοντας τους ίσκιους τρέχουμε
Προς τις ψηλότερες κορφές μας
Απ’ όπου βλέπουμε «a perte de vue» τον κόσμο
Ή προς σημεία σύδενδρα κοντά σε ακτές
Όπου παιδιά με χαϊμαλιά στο στήθος
Παίζουν γυμνά και πέφτουν στα δίχτυα των ψαράδων
Με πλήθος χαρούμενες φωνές που μοιάζουν με αντιλάλους
Των ιαχών των Αχαιών προ των τειχών της Τροίας.

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

Πρώτη φορά κατέβαινα εκείνα τα ποτάμια, όταν κατάλαβα πως πια δεν είχα πλοηγούς. Κάτ’ Ινδιάνοι δαίμονες τους είχανε καρφώσει απάνω σε πολύχρωμα παλούκια και γυμνούς τώρα τους γέμιζαν με βέλη τα κορμιά.

Όχι πως μ’ ένοιαζε κανείς ναύτης ή πλοηγός, τόσο μπαμπάκι εγγλέζικο και στάρι από τη Φλάντρα που είχα συντροφιά μέσα στ’ αμπάρι. Κάποτε έπαψ’ ο ορυμαγδός, ξεγαύριασαν οι δαίμονες• πάνε οι πλοηγοί. Και τα ποτάμια μ’ άφησαν να φύγω μοναχό όπου μου κατεβεί.

Έναν χειμώνα ολόκληρο ξεχάστηκα -σαν το παιδί!- να τρέχω στων παράφορων κυμάτων τις πλαγιές, κι οι κάβοι οι αφιλόξενοι δεν γνώρισαν ποτέ πιο ένδοξες χαρές. Η τρικυμία βάφτισε τις πελαγίσιες μου ορμές.

Δέκα τις νύχτες μέτρησα, χορεύοντας πιο αλαφρύ κι απ’ τον φελλό στον κλύδωνα τον θεριστή ψυχών. Και δεν νοστάλγησα -Για δες!- μήτε για μια στιγμή τα μάτια τα ηλίθια των φάρων και των φαναριών!

Πιο ηδονικό κι απ’ τον χυμό του τρυφερού ξυνόμηλου στο στόμα του παιδιού, μπήκε το πράσινο νερό στα έλατα του σκαριού μου. Πήρε τιμόνι, άγκυρα, παλάγκα και σκαρμούς κι έπλυνε απ’ την κουβέρτα μου τα ρόδινα κρασιά και τους παλιούς τους εμετούς.

Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίημα το θαλασσινό. Έναστρο, γαλαξιακό, μάκρη γαλάζια χόρτασα ίσα μ’ εκεί που, ένας νεκρός από πνιγμό εκστατικός, πλανιέται στου ορίζοντα την κάτωχρη γραμμή.

Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο με σπασμούς και με παλμούς -καθώς το φως της μέρας σπαρταρά να γεννηθεί- κι απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή, κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά, του έρωτα ζυμώνεται η ξανθή παραφορά!

Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές• είδα τυφώνες κύματα: θεριά αφρισμένα, ρεύματα• κι είδα το δείλι, κι έμαθα το χάραμα να υψώνεται: σμήνος περιστεριών• γνώρισα ό,τι ο άνθρωπος νομίζει πως γνωρίζει.

Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του με μυστικούς τρόμους χαρακωμένος, σπέρνοντας πίσω πήγματα πορφύρας και φωτός -μάσκες αρχαίων τελετών- καθώς το κύμα έκλεινε μια πουπουλένια αυλαία πάνω απ’ τις αποστάσεις.

Την σμαραγδένια ανταύγεια της χιονισμένης νύχτας είδα στον ύπνο μου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά στο βλέμμα της θαλάσσης, δρολάπι απίστευτων χυμών, κίτρινα-μπλε ξυπνήματα κελαϊδισμών εωσφόρων!

Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές να οργώνουν, σαν υστερικές αγέλες αγελάδων, τις ξέρες κι ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα το φωτεινό πόδι της Παναγιάς να διώχνει τις ασθμαίνουσες μουσούδες των ωκεανών!

Για φανταστείτε! Χτύπησα σε ανήκουστα κοράλλια, που άνθιζαν μάτια πάνθηρα με σάρκα ανθρωπινή: ίριδες κάτω απ’ την γραμμή του ορίζοντα, σαν τα ινία, γλαυκά κοπάδια να κρατούν!

Είδα -και γνώρισα- καυτούς βάλτους, παγίδες αχανείς, που μέσα στα καλάμια τους σάπιζε ο Λεβιάθαν! Δίνες, ερέβη αιφνίδια στη μέση της γαλήνης και μάκρη απροσμέτρητα στην άβυσσο να πέφτουν!

Και παγετώνες, ουρανούς σαν κάρβουνα αναμμένα, μαργαριτάρια κύματα, ήλιους μαλαματένιους! Τρομακτικά ναυάγια σε κόλπων κόλπους σκοτεινούς, όπου γιγάντια ερπετά -βορά κοριών- στα γέρικα τα δέντρα έζεχναν μαύρο!

Ήθελα να ’χ’ απάνω μου παιδιά, για να τους δείξω αφρόψαρα, χρυσόψαρα, δελφίνια. Αφρών ανθοί νανούρισαν τη ρότα μου και άνεμοι απίστευτοι μου έδωσαν φτερά.

Κάποτε, εγώ μαρτυρικό έρμαιο πόλων και ζωνών παράδερνα• κι η θάλασσα, που γλύκανε λυγμό λυγμό το σκαμπανέβασμά μου, άπλωνε καταπάνω μου τα σκοτεινά λουλούδια της με κίτρινες βεντούζες. Τ’ άπλωνε και γονάτιζα εκεί σαν θηλυκό...

Σχεδόν νησί, που έτριζε παρόχθιες μάχες των πουλιών, χάβρες πουλιών και κουτσουλιές πουλιών με μάτια ξέθωρα- πήγαινα κι όλο πήγαινα και απ’ τα λυτά σκοινιά μου, τον ύπνο τους γυρεύοντας, έσταζαν οι πνιγμένοι!

Όσο για μένα... ένα σκαρί που χάθηκε μες στα μαλλιά των κάβων και το τίναξε κουβάρι σ’ έναν ουρανό δίχως πουλιά ο τυφώνας, εγώ που καν το πτώμα μου -πνιγμένο από το αρμυρό μεθύσι- δεν θα ψάρευαν οι Αμερικάνοι ναυτικοί κι οι Τεύτονες ψαράδες•

Εγώ που ελεύθερο άχνισα μενεξεδένια αχλή και τρύπησα τον πορφυρό ορίζοντα σαν τοίχο, ζαχαρωτά που οι καλοί λατρεύουν ποιητές και μύξες του απέραντου γαλάζιου, τροπικές λειχήνες φορτωμένο•

Κι ηλεκτρικοί ημισέληνοι με χάραξαν: ένα τρελό σανίδι, που παράδερνε με μόνη συντροφιά κατάμαυρους ιππόκαμπους, όταν ροπαλοφόρος ο Ιούλιος παράσπρωχνε το άνω γαλανό σε πύρινες χοάνες•

Εγώ, με τρόμο που ένοιωσα -πενήντα λεύγες το πολύ πιο πέρα- να ωρύονται από λαγνεία οι Βεεμώθ κι οι σκοτεινές ρουφήχτρες, αιώνιος κλωθογυριστής του ασάλευτου γαλάζιου νοστάλγησα των γηραιών στηθαίων την Ευρώπη!


Ναι• είδα τ’ αρχιπέλαγα των άστρων! Τα νησιά, που οι ξέφρενοί τους ουρανοί ανοίγουν μπρος στον ναυτικό -Εκεί, μες στις απύθμενες εκείνες νύχτες χαίρεσαι την εξορία του ύπνου σου, σμήνος χρυσό απροσμέτρητο, του μέλλοντος ω Σφρίγος;


Όμως -αλήθεια!- έκλαψα πολύ, πάρα πολύ. Είναι μια θλίψη κάθε αυγή, μια φρίκη το φεγγάρι, κι είναι ο ήλιος σαν πικρός. Με λήθαργους μεθυστικούς με μούλιασε του έρωτα η γύμνια η κοφτερή. Σκίσε καρίνα μου, άνοιξε, να φύγω στα βαθιά!

Η Ευρώπη! Αν έχει ένα νερό που τόσο λαχταρώ, είναι μια γούρνα δροσερή, μια γούρνα σκοτεινή που, όταν σκορπούν του δειλινού τα μύρα, ένα παιδί γεμάτο θλίψη κάθεται στα πόδια της κι αφήνει ένα καράβι τρυφερό σαν πεταλούδα του Μαγιού.

Ω, κύματα! Στη λήθη σας τόσον καιρό λουσμένο, δεν γίνεται ν’ αφρίσω πια του μπαμπακιού το δρόμο• των σημαιών, των παρασείων το θράσος να διασχίσω και τις μαούνες, -τα φρικτά μάτια τους- να πλευρίσω.


[ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Μπλάνας]

Η ΘΡΗΝΩΔΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ

Ω! να η Σελήνη φουσκωτή,
σαν ένα ολόγιομο πουγκί.

Μια σάλπιγγα μακριά σημαίνει...
Ο κύριος πάρεδρος διαβαίνει.

Παίζει ένα πιάνο μέσ' στο βράδυ,
μια γάτα τρέχει στο σκοτάδι,

κι αποκοιμιέται η επαρχία!...
Με μια στερνή του συγχορδία

το πιάνο κλει το σκέπασμά του.
Τι ώρα να 'ναι απάνου κάτου;

Τι εξορία, φτωχιά Σελήνη!
Πρέπει να πούμε «τι να γίνει;»

Λοιπόν, Σελήνη — που όλ' οι τόποι
σε χαίρουνται όμοια κι όλ' οι ανθρώποι,

του Παρισιού είδες τα οχυρά,
του Μισουρή χτες τα νερά,

της Νορβηγίας τα γαλανά
τα φιόρδ. Τους πόλους, τα βουνά...

Καλότυχη, που βλέπεις τώρα,
σ' αυτή την ήσυχη την ώρα,

του γάμου της τη συνοδεία!
Φύγανε, λέει, για τη Σκωτία...

Τι γλέντι, αν πάρει μια φορά
τους στίχους μου στα σοβαρά!

Σελήνη, αλήτισσα κι ωραία,
στον πόνο ας γίνουμε παρέα...

Έχω, ως πεθαίνω, ω θεία βραδιά,
την επαρχία μέσ' στην καρδιά!

Κι είναι η Σελήνη σα γριά
που έχει μπαμπάκια μέσ' στ' αυτιά.


μτφρ. Αιμιλία Δάφνη (1881-1941)

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

A Dream Within a Dream

Το υστερνό μου φίλημα στο μέτωπο σου πάρε
και άφησε με, αγάπη μου, δυο λόγια να σου πω
Αλήθεια λες σαν όνειρο πως διάβηκε η ζωή μου
χωρίς κανένα ατέλειωτο και ξέμακρο σκοπό
*
Μα αν η ελπίδα πέταξε σε μέρα ή σε νύχτα
εκεί με σκέπασε βουνό της δυστυχιάς μεγάλο
σου φαίνεται πως έχασα το πιο λίγο καλή μου
αφού η ζωή είναι όνειρο κρυμμένο μέσα σ' άλλο
*
Στέκομαι σ' άγρια ακρογιαλιά που δέρνει το κύμα
κι άμμους χρυσούς στα χέρια μου σφιχτά σφιχτά κρατάω
τι λίγοι και πως χάνονται απ' τα κλειστά μου χέρια
ενώ εγώ σε δάκρυα ολόπικρα ξεσπάω.
*
Θεέ μου, είναι αδύνατο να σώσω μόνο έναν
από το κύμα που κυλά με θόρυβο μεγάλο;
Είναι όλα όσα βλέπουμε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο
ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ' άλλο;

μετάφραση ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ