Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Πολιορκημένος χρόνος


Νομίζαμε πως γνωριζόμαστε καλά.

Μα όταν τα κουρασμένα ρούχα μας αρχίσανε να πέφτουν

χωρίς προσχήματα ούτε ανταλλάξιμη παραφορά

και μείναν τα κορμιά μας απροσποίητα

φάνηκε καθαρά πόσο μακρύς ήταν ο δρόμος

πόσο ήταν ο χρόνος μας πολιορκημένος, και μεις

δύο άνθρωποι συνηθισμένοι, περίπου απροσπέλαστοι.


Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος για να γεννηθείτε



Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος

για να γεννηθείτε

αν δεν σας νοιάζει που η ευτυχία

δεν είναι πάντα

και τόσο διασκεδαστική

αν δεν σας νοιάζει μια δόση κόλασης

που και που

όταν όλα πάνε καλά

γιατί ακόμα και στον παράδεισο

δεν τραγουδούν

όλη την ώρα

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος

για να γεννηθείτε

αν δεν σας νοιάζει που μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν

όλη την ώρα

ή έστω απλώς λιμοκτονούν

κάποιες ώρες

στο κάτω κάτω δεν πειράζει

αφού δεν είστε εσείς

Α, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος

για να γεννηθείτε

αν δεν σας πολυνοιάζουν

λίγα ψόφια μυαλά

στις ψηλότερες θέσεις

ή μια δυο βόμβες

που και που

στα ανεστραμμένα σας πρόσωπα

ή άλλες τέτοιες απρέπειες

απ’ τις οποίες μαστίζεται η κοινωνία μας

με τους διακεκριμένους άνδρες της

και τους κληρικούς της

και τους λοιπούς αστυφύλακες

και τις διάφορες φυλετικές διακρίσεις της

και τις κοινοβουλευτικές ανακρίσεις της

και τις άλλες δυσκοιλιότητες

που η τρελή μας σάρκα

θα κληρονομήσει

Ναι ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος

για ένα σωρό πράγματα όπως το να κάνεις κουταμάρες

και να κάνεις έρωτα

και να είσαι λυπημένος

και να τραγουδάς φτηνά τραγούδια και να έχεις εμπνεύσεις


ΜΟΝΟ ΣΕ ΜΕΝΑ

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που ξέρεις

Δεν είμαι μόνο αυτός που θα ‘πρεπε να μάθεις

Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου και κάπου τη χρωστάω

Αν σ’ αγγίζω με την άκρη του δάχτυλου μου

σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι

Αν σου μιλήσει μια λέξη μου

Σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι

Αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου

σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι

Θ’ αναγνωρίσεις άραγε τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;

Θα βρεις τις πατησιές μου μέσα σε μυριάδες χνάρια;

Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει

Ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι

Τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες μου πράξεις,

οι πεθαμένες σκέψεις μου

Γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν το αίμα μου

Γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου

Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα

Μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος

Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω

Γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν

Μη με γυρέψεις αλλού μονάχα εδώ να με γυρέψεις

Μόνο σε μένα



Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Καλιγούλας


[…] Τη μοναξιά! Την ξέρεις εσύ τη μοναξιά; Τη μοναξιά των ποιητών και των ανίκανων. Τη μοναξιά; Μα ποια απ’ όλες; Α! Δεν ξέρεις ότι μόνος δεν είναι κανείς ποτέ! Και ότι παντού ο ίδιος φόρτος μέλλοντος και παρελθόντος μας συνοδεύει! Τα όντα που σκοτώνει κανείς, μένουν μαζί του. Και γι αυτούς θα ήταν ακόμα κάπως εύκολο. Αλλά εκείνους που τους έχει κανείς αγαπήσει, εκείνους που δεν έχει αγαπήσει και που τον αγάπησαν, και τις μεταμέλειες, τις επιθυμίες, την πίκρα και τη στοργή, τις πόρνες και την κλίκα των θεών• Μόνος! Α! Αν τουλάχιστον αντί αυτής της δηλητηριασμένης από παρουσίες μοναξιάς, που είναι η δική μου, μπορούσα να γευθώ την αληθινή μοναξιά, τη σιγή και το θρόισμα ενός δέντρου! Η μοναξιά! Μα όχι Σκιπίων. Είναι γεμάτη από τριξίματα δοντιών και αντηχεί ολόκληρη από κρότους και κραυγές που χάθηκαν. Και κοντά στις γυναίκες που χαϊδεύω όταν κλείνει απάνω μας η νύχτα, κι όταν νομίζω, ελευθερωμένος πια από την ικανοποιημένη επιτέλους σάρκα μου, πως έχω αδράξει λίγο απ’ τον εαυτό μου, ανάμεσα ζωή και θάνατο, η μοναξιά μου ολόκληρη γεμίζει από τη μυρωδιά της ηδονής στις μασχάλες της γυναίκας που, στο πλευρό μου, είναι ακόμα σε βύθος.

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Πείνα




Σκαλίζοντας το μήλο με τα δάχτυλά μου.
Βγάζοντας τα σφηνωμένα νύχια και σκαλίζοντας βαθύτερα.
Αρνούμενος το χρώμα του φεγγαριού.
Αρνούμενος την οσμή και τις αναμνήσεις.
Σκαλίζοντας, με τον γλυκό χυμό να τρέχει ενοχλητικά στα χέρια μου.
Αρνούμενος την γλυκύτητα.
Στρίβοντας τα χέρια μου για να βγάλω ολόκληρα κομμάτια.
Νιώθοντας το χυμό να κολλάει στις γροθιές μου.
Το δέρμα να φαγουρίζει.
Φτάνοντας στο ξύλινο τμήμα.
Φτάνοντας στους σπόρους.
Συνεχίζοντας.
Αγνοώντας τις γνώμες όλων των άλλων γι αυτό.
Συνεχίζοντας πέρα από τους σπόρους.

Jack Gilbert
Μετάφραση: Δημήτρης Καρράς

John Powell - Assassin's Tango

Ελπίδα





Μικρό πράσινο φύλλο
βρίσκει διέξοδο
μεσ' από μια ρωγμή του δρόμου,

πρόσκαιρες δόξες
για την πρωτόγνωρή του ελευθερία
κι έπειτα ο μαρασμός'

αλλά η ρίζα εκεί αποκάτω
μεγαλώνει
και δυναμώνει, δυναμώνει, δυναμώνει.

Carlos Cortez
(μετάφραση: Tάκης Μενδράκος)

Λαβύρινθος




Πόρτα ποτέ δε θα υπάρξει. Κι είσαι μέσα
και το μέγαρο αγκαλιάζει το σύμπαν
δεν έχει ούτε μπρος ούτε πίσω όψη
ούτε περίβολο ούτε κέντρο μυστικό.
Μην ελπίζεις πως ο απέραντος δρόμος
που πάλι διακλαδίζεται σ' άλλον,
που πάλι διακλαδίζεται σ' άλλον,
κάπου τελειώνει. Το ριζικό σου αλύγιστο
σαν τον κριτή σου. Μην περιμένεις να σου ορμήσει
ο ταύρος που είναι άνθρωπος κι η αλλόκοτη,
πολύμορφη όψη του σκορπάει τον τρόμο
μέσα σ' αυτό το μπερδεμένο πέτρινο κουβάρι.
Δεν υπάρχει. Να μην ελπίζεις ούτε καν
μέσ' απ' το φοβερό σκοτάδι να φανεί το τέρας.

J.L.B. από Το εγκώμιο της σκιάς
μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

theofilos xatzimixahl-katsimixa




Θεόφιλος Χατζημιχαήλ
(ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου
απο την συλλογή "Ενδοχώρα")


Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά απ' τον ήλιο
με την απόκρημνη λαλιά του τηλεβόα
Ολκάδος που συνάντησε το νεαρό τιτάνα
με ρίγανη στα χείλη του κι ολόκληρη τη χώρα
Μες στο στήθος του...
στο στήθος του...

Το ρήμα κρουσταλλώθηκε και φέγγει
κι ακόμα τρέχουν τα κορίτσια
Μες στα πλατιά φουστάνια τους
στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας
Μέσα στο ρίγος που γελά καθώς ξανθή γοργόνα
σ' ένα καράβι ορθόπλωρο που πλέχει
στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια

Φωνές θερμές, γλυκές παιδίσκες των ερώτων
πάνω στη γη κι επί των χόρτων ή στα φύλλα
βιβλίου γιομάτου δένδρα πράσινα σαν παραθύρια
που βλέπουν προς την ʼΑνοιξη
προς την Άνοιξη...
προς την Άνοιξη...

Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος
πολύχρωμων παλμών μεταξωτής αιώρας
Σε κάστρο δόξας μυρμηκιάς με πλούσια ζώνη
σφυγμένα δυνατά στη μέση της ημέρας

Πλατιά στα στέρνα μας
και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα

Πλύνε τα...


Είχε το σύνορο της κάθε φρίκη,

είχε ένα κάποιο τέλος κάθε λύπη:

δε μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ.

....Μας βρώμισε μια λέρα

που δε μπορούμε να καθαρίσουμε,

μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα,

δεν είμαστε μόνο εμείς, δεν είναι το σπίτι,

δεν είναι η πολιτεία μολεμένη,

ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός.

Λ α γ ά ρ ι σ ε τον αέρα!

Κ α θ ά ρ ι σ ε τον ουρανό!

Π λ ύ ν ε τον Άνεμο!

Πλύνε την Πέτρα, Πλύνε το Κόκαλο,

Πλύνε το Μυαλό, Πλύνε την Ψυχή,

Πλύνε τα.... Π λ ύ ν ε τα!


Τ.S. ELIOT "ΔΥΟ ΧΟΡΙΚΑ"

Ελληνική απόδοση ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010


Είπα στην ψυχή μου, μείνε ακίνητη και περίμενε χωρίς ελπίδα,

Γιατί η ελπίδα δεν θα είναι ελπίδα για το σωστό. Πε-

ρίμενε χωρίς αγάπη,

γιατί να αγαπήσεις σωστά δεν μπορείς. Υπάρχει ακόμα κι η πίστη,

αλλά η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα βρίσκονται ακόμα σε προσμονή.

Περίμενε δίχως να σκέπτεσαι, γιατί έτοιμος δεν είσαι για στοχασμό.

Για τούτο η σκοτεινιά θα 'ναι το φως κι η ακινησία ο

χορός.

Λέτε πως επαναλαμβάνω
Κάτι που κι άλλοτε είπα. Θα το ξαναπώ.
Να το πω πάλι;
Για να φτάσεις ως εδώ,
Να φτάσεις εδώ που είσαι, να 'ρθεις από κει όπου δεν είσαι,
Το δρόμο πρέπει ν' ακολουθήσεις που δεν έχει έκσταση.
Σ' ό,τι δεν ξέρεις για να φτάσεις
Το δρόμο πρέπει ν' ακολουθήσεις της αμάθειας.
Για ν' αποχτήσεις ό,τι δεν κατέχεις
Της απογύμνωσης το δρόμο πρέπει ν' ακολουθήσεις.
Σ' ό,τι δεν είσαι για να φτάσεις
Το δρόμο ν' ακολουθήσεις πρέπει όπου δεν είσαι.
Κι ό,τι δεν ξέρεις είναι το μοναδικό που ξέρεις
Κι ό,τι κατέχεις είναι αυτό που δεν κατέχεις
Κι όπου είσαι είναι όπου δεν είσαι.

(T.S.Eliot – "East Coker")


T S Eliot

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Ὁ Οὐρανός




Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.

Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.

Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.

Πέντε μικρὰ θέματα




Ι Μς στν κλειστ μοναξιά μου σφιξα τ ζεστ παιδική σου γνοια Στν γν παρουσία σου καθρέφτισα τ χαμένη ψυχή μου. μες γαπήσαμε. μες Προσευχόμαστε πάντοτε. μες Μοιραστήκαμε τ ψωμ κα τν κόπο μας Κι γ μέσα σ σένα κα σ᾿ λους.

ΙΙ σκιοι βουβο ραγμένοι στ σκάλα Μάτια θολ πο κράτησαν εκόνες θαλασσινς Κύματα μ τ γλυκιν γωνία στν κάτασπρη ράχη Γυμνς κυλίστηκα μέσα στν μμο μ δν ποτάχτηκα Κα δν γάπησα μόνον σένα πο τόσο μ κράτησες πως γάπησα τ ναυαγισμένα καράβια μ τ τραγικ νόματα Τος μακρινος φάρους, τ φτα νς πίθανου ρίζοντα Τς νύχτες πο γύρευα μόνος ν βρ τ χαμένο αυτό μου Τς νύχτες πο μόνος γυρνοσα χωρς κανες ν μ νιώσει Τς νύχτες πο σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αταπάτη

ΙΙΙ [...]

IV Κάτω π᾿ τ ροχα μου δ χτυπ πι παιδική μου καρδι Λησμόνησα τν γάπη πού ναι μόνο γάπη Μερόνυχτα ν τριγυρν χωρς ν σ βρίσκω μπροστά μου ρίζοντα λευκ τς στραπς κα το νειρου νιωσα τ στθος μου ν σπάζει στ φυγή σου Ψυχ τς γάπης μου λήτισσα Λεπίδι το πόθου μου δυσώπητο Νικήτρα μονάχη τς σκέψης μου.

V Χαρά, Χαρά, ζεστ γαπημένη Τραγούδι στείρευτο σ χείλια χιμαιρικ Στ γυμνά μου μπράτσα τ εδωλό σου συντρίβω Χαρ μακρινή, σν τ θάλασσα τέλειωτη Κουρέλι κριβ τς πικρς ναζήτησης σε ν φτύσω τ φαρμάκι τς ψεύτρας σου παρξης σε ν ραματιστ τς νεκρς ναμνήσεις μου (νελέητο κύμα τς νιότης μου). ψυχ τν γωνία ρωτευμένη!

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

«Η ΛΟΥΟΜΕΝΗ»



Μια οπώρα σάρκας λούζεται σε νεαρή μια στέρνα
(γαλάζιο μες στους ριγηλούς κήπους), απ το νερό, όμως
Έξω, αποσπώντας τον κροσσό όπoυ ένα φαντάζει κράνος
Λάμπει η χρυσή της κεφαλή μ’ εντάφια αταραξία.

Ανθεί η ομορφιά της με το ρόδο και το αγκάθι! Εβγήκε
Τώρα απ’ τη στέρνα όπου όλα της μουσκεύουν τα στολίδια
Κρίνοι και ενώτια που η σκληρή ανθοδέσμη τους μαστίζει
Τ’ αυτί δοτό στου κύματος του αβρού τα γυμνά λόγια.

Μες στο μηδέν το διαφανές λουσμένο το ένα μπράτσο
Απροσδιόριστο, τη σκιά ενός άνθους για να δρέψει
Απ’ την κενή ηδονή ξεφτά, κοιμάται ή κυματίζει

Αν τ’ άλλο, κάτω απ’ τον ωραίο ουρανό, λαμπρό, καμπύλο,
Στην πλούσια κόμη ανάμεσα, που υγραίνει, αιχμαλωτίζει
Στ’ απλό χρυσάφι της μια πτήση εντόμου μεθυσμένη.
(Ανθολογία γαλλικής ποίησης, εκδ. Καστανιώτη)

«Υπόγειο τρένο»



Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν
Όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν
Θα ξεχαστούνε όλα
Όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαϊ
Που μας κρατάει ορθούς.
Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή
Που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου
Κρατήθηκες στο μπράτσο μου.
(Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθος, εκδ. Καστανιώτης)

«Έλα να με φιλήσεις»



Έλα να με φιλήσεις πριν τα ρόδα
τα πέταλα με θλίψη ξεφυλλίσουν
πριν οι βροχές του γκρίζου φθινοπώρου
τα παραθύρια μου έρθουν να χτυπήσουν.

Πριν μ’ απλωθεί παντού-τάφος-το χιόνι
κι η ομίχλη μαρμαρώσει μου τα χείλια
πριν να περιφρονήσω και πετάξω
μέσα απ’ τα στήθια μου τη ζήλια!

Έλα να με φιλήσεις τώρα, που όπου
και να περάσω φως ίσκιος μου θα ‘ναι
που μεθυσμένα είναι τα βήματά μου
κι είναι καλόδεχτα όπου πάνε.

Τώρα που περπατάω ψηλά κοιτώντας
και που ανασαίνω αρώματα και μύρα
τώρα που κάθε πόθος μου έχει γίνει
χορδή κι είναι η ψυχή μου λύρα.

Έλα να με φιλήσεις τώρα
μεθαύριο θα ‘ναι αργά, τα βήματά μου
θα σέρνονται βαριά πάνω στο χιόνι.
Μεθαύριο θα ‘ναι αργά.
Στα δυο σου μάτια, θα σουρουπώνει, θα νυχτώνει!


(Α. Πούσκιν, Ποιήματα, εκδ. Κοροτζή)