[…] Τη μοναξιά! Την ξέρεις εσύ τη μοναξιά; Τη μοναξιά των ποιητών και των ανίκανων. Τη μοναξιά; Μα ποια απ’ όλες; Α! Δεν ξέρεις ότι μόνος δεν είναι κανείς ποτέ! Και ότι παντού ο ίδιος φόρτος μέλλοντος και παρελθόντος μας συνοδεύει! Τα όντα που σκοτώνει κανείς, μένουν μαζί του. Και γι αυτούς θα ήταν ακόμα κάπως εύκολο. Αλλά εκείνους που τους έχει κανείς αγαπήσει, εκείνους που δεν έχει αγαπήσει και που τον αγάπησαν, και τις μεταμέλειες, τις επιθυμίες, την πίκρα και τη στοργή, τις πόρνες και την κλίκα των θεών• Μόνος! Α! Αν τουλάχιστον αντί αυτής της δηλητηριασμένης από παρουσίες μοναξιάς, που είναι η δική μου, μπορούσα να γευθώ την αληθινή μοναξιά, τη σιγή και το θρόισμα ενός δέντρου! Η μοναξιά! Μα όχι Σκιπίων. Είναι γεμάτη από τριξίματα δοντιών και αντηχεί ολόκληρη από κρότους και κραυγές που χάθηκαν. Και κοντά στις γυναίκες που χαϊδεύω όταν κλείνει απάνω μας η νύχτα, κι όταν νομίζω, ελευθερωμένος πια από την ικανοποιημένη επιτέλους σάρκα μου, πως έχω αδράξει λίγο απ’ τον εαυτό μου, ανάμεσα ζωή και θάνατο, η μοναξιά μου ολόκληρη γεμίζει από τη μυρωδιά της ηδονής στις μασχάλες της γυναίκας που, στο πλευρό μου, είναι ακόμα σε βύθος.
Σκαλίζοντας το μήλο με τα δάχτυλά μου. Βγάζοντας τα σφηνωμένα νύχια και σκαλίζοντας βαθύτερα. Αρνούμενος το χρώμα του φεγγαριού. Αρνούμενος την οσμή και τις αναμνήσεις. Σκαλίζοντας, με τον γλυκό χυμό να τρέχει ενοχλητικά στα χέρια μου. Αρνούμενος την γλυκύτητα. Στρίβοντας τα χέρια μου για να βγάλω ολόκληρα κομμάτια. Νιώθοντας το χυμό να κολλάει στις γροθιές μου. Το δέρμα να φαγουρίζει. Φτάνοντας στο ξύλινο τμήμα. Φτάνοντας στους σπόρους. Συνεχίζοντας. Αγνοώντας τις γνώμες όλων των άλλων γι αυτό. Συνεχίζοντας πέρα από τους σπόρους.
Πόρτα ποτέ δε θα υπάρξει. Κι είσαι μέσα και το μέγαρο αγκαλιάζει το σύμπαν δεν έχει ούτε μπρος ούτε πίσω όψη ούτε περίβολο ούτε κέντρο μυστικό. Μην ελπίζεις πως ο απέραντος δρόμος που πάλι διακλαδίζεται σ' άλλον, που πάλι διακλαδίζεται σ' άλλον, κάπου τελειώνει. Το ριζικό σου αλύγιστο σαν τον κριτή σου. Μην περιμένεις να σου ορμήσει ο ταύρος που είναι άνθρωπος κι η αλλόκοτη, πολύμορφη όψη του σκορπάει τον τρόμο μέσα σ' αυτό το μπερδεμένο πέτρινο κουβάρι. Δεν υπάρχει. Να μην ελπίζεις ούτε καν μέσ' απ' το φοβερό σκοτάδι να φανεί το τέρας.
J.L.B. από Το εγκώμιο της σκιάς μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου απο την συλλογή "Ενδοχώρα")
Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά απ' τον ήλιο με την απόκρημνη λαλιά του τηλεβόα Ολκάδος που συνάντησε το νεαρό τιτάνα με ρίγανη στα χείλη του κι ολόκληρη τη χώρα Μες στο στήθος του... στο στήθος του...
Το ρήμα κρουσταλλώθηκε και φέγγει κι ακόμα τρέχουν τα κορίτσια Μες στα πλατιά φουστάνια τους στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας Μέσα στο ρίγος που γελά καθώς ξανθή γοργόνα σ' ένα καράβι ορθόπλωρο που πλέχει στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια
Φωνές θερμές, γλυκές παιδίσκες των ερώτων πάνω στη γη κι επί των χόρτων ή στα φύλλα βιβλίου γιομάτου δένδρα πράσινα σαν παραθύρια που βλέπουν προς την ʼΑνοιξη προς την Άνοιξη... προς την Άνοιξη...
Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος πολύχρωμων παλμών μεταξωτής αιώρας Σε κάστρο δόξας μυρμηκιάς με πλούσια ζώνη σφυγμένα δυνατά στη μέση της ημέρας
Πλατιά στα στέρνα μας και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα
Είπα στην ψυχή μου, μείνε ακίνητη και περίμενε χωρίς ελπίδα,
Γιατί η ελπίδα δεν θα είναι ελπίδα για το σωστό. Πε-
ρίμενε χωρίς αγάπη,
γιατί να αγαπήσεις σωστά δεν μπορείς. Υπάρχει ακόμα κι η πίστη,
αλλά η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα βρίσκονται ακόμα σε προσμονή.
Περίμενε δίχως να σκέπτεσαι, γιατί έτοιμος δεν είσαι για στοχασμό.
Για τούτο η σκοτεινιά θα 'ναι το φως κι η ακινησία ο
χορός.
Λέτε πως επαναλαμβάνω Κάτι που κι άλλοτε είπα. Θα το ξαναπώ. Να το πω πάλι; Για να φτάσεις ως εδώ, Να φτάσεις εδώ που είσαι, να 'ρθεις από κει όπου δεν είσαι, Το δρόμο πρέπει ν' ακολουθήσεις που δεν έχει έκσταση. Σ' ό,τι δεν ξέρεις για να φτάσεις Το δρόμο πρέπει ν' ακολουθήσεις της αμάθειας. Για ν' αποχτήσεις ό,τι δεν κατέχεις Της απογύμνωσης το δρόμο πρέπει ν' ακολουθήσεις. Σ' ό,τι δεν είσαι για να φτάσεις Το δρόμο ν' ακολουθήσεις πρέπει όπου δεν είσαι. Κι ό,τι δεν ξέρεις είναι το μοναδικό που ξέρεις Κι ό,τι κατέχεις είναι αυτό που δεν κατέχεις Κι όπου είσαι είναι όπου δεν είσαι.
Μια οπώρα σάρκας λούζεται σε νεαρή μια στέρνα (γαλάζιο μες στους ριγηλούς κήπους), απ το νερό, όμως Έξω, αποσπώντας τον κροσσό όπoυ ένα φαντάζει κράνος Λάμπει η χρυσή της κεφαλή μ’ εντάφια αταραξία.
Ανθεί η ομορφιά της με το ρόδο και το αγκάθι! Εβγήκε Τώρα απ’ τη στέρνα όπου όλα της μουσκεύουν τα στολίδια Κρίνοι και ενώτια που η σκληρή ανθοδέσμη τους μαστίζει Τ’ αυτί δοτό στου κύματος του αβρού τα γυμνά λόγια.
Μες στο μηδέν το διαφανές λουσμένο το ένα μπράτσο Απροσδιόριστο, τη σκιά ενός άνθους για να δρέψει Απ’ την κενή ηδονή ξεφτά, κοιμάται ή κυματίζει
Αν τ’ άλλο, κάτω απ’ τον ωραίο ουρανό, λαμπρό, καμπύλο, Στην πλούσια κόμη ανάμεσα, που υγραίνει, αιχμαλωτίζει Στ’ απλό χρυσάφι της μια πτήση εντόμου μεθυσμένη. (Ανθολογία γαλλικής ποίησης, εκδ. Καστανιώτη)
Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν Όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν Θα ξεχαστούνε όλα Όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαϊ Που μας κρατάει ορθούς. Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή Που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου Κρατήθηκες στο μπράτσο μου. (Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθος, εκδ. Καστανιώτης)
Έλα να με φιλήσεις πριν τα ρόδα τα πέταλα με θλίψη ξεφυλλίσουν πριν οι βροχές του γκρίζου φθινοπώρου τα παραθύρια μου έρθουν να χτυπήσουν.
Πριν μ’ απλωθεί παντού-τάφος-το χιόνι κι η ομίχλη μαρμαρώσει μου τα χείλια πριν να περιφρονήσω και πετάξω μέσα απ’ τα στήθια μου τη ζήλια!
Έλα να με φιλήσεις τώρα, που όπου και να περάσω φως ίσκιος μου θα ‘ναι που μεθυσμένα είναι τα βήματά μου κι είναι καλόδεχτα όπου πάνε.
Τώρα που περπατάω ψηλά κοιτώντας και που ανασαίνω αρώματα και μύρα τώρα που κάθε πόθος μου έχει γίνει χορδή κι είναι η ψυχή μου λύρα.
Έλα να με φιλήσεις τώρα μεθαύριο θα ‘ναι αργά, τα βήματά μου θα σέρνονται βαριά πάνω στο χιόνι. Μεθαύριο θα ‘ναι αργά. Στα δυο σου μάτια, θα σουρουπώνει, θα νυχτώνει!