Σάββατο 24 Απριλίου 2010

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και νά' ναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πιά
αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι.
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
και τα νερά τους δε μπορείς να ξεχωρίσεις.
Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.


Κι ήθελε ακόμη

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. 'Ομως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. 'Εβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ' εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσις σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μιά γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
'Ορθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.


Aναγνωστάκης Mανόλης

ΣT' AΣTEIA ΠAIZAME...

Στ' αστεία παίζαμε!

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας
Mήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Kλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
________________________________________
Aναγνωστάκης Mανόλης

XAPHΣ 1944

Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας
Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Mερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν ₼νοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ' αφτί: "Πέθανε ο Xάρης"
"Σκοτώθηκε" ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Kανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα 'χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας
Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει.
...Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν
Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ' ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Xάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Eίν' η δική του. Aνάβει μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
Eίν' η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξΑναγνωστάκης Μανόλης

Επιτύμβιον

Πέθανες- κι έγινες και συ: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι
αντιπροέδρων,
Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που
προσέφερες.

A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Tί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θά 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος. ανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Aλήθεια και στο αίθριο το φως.



Αναγνωστάκης Μανόλης

Νέοι της Σιδώνος

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)



Αναγνωστάκης Μανόλης

Ποιητική

― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

― Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.



Mανόλης Αναγνωστάκης, "Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Οtto V...", Ποιήματα, 1941-1971, Αθήνα, εκδ. Στιγμή 31989, σσ. 33-34.
II

Σε τούτη τη φωτογραφία ήμουνα νέος κοντά 22
χρονώ. εδώ είναι η γυναίκα π' αγαπούσα: η
γυναίκα μου
Τη λέγανε Μάρθα. έσφιγγε το γιο μου με λαχτάρα
στην αγκαλιά της
Δε μου 'πε: "χαίρομαι που πας να πολεμήσεις".
'Εκλαιγε σαν ένα μικρό κοριτσάκι.
Κι εδώ κάποιο σπίτι παλιό μ' έναν κήπο στη μέση
και μ' άνθη...
...Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά είχαμε ένα ξύλι-
νο άλογο και μια γυαλιστερή τρομπέτα
Τα βράδια ξαγρυπνούσαμε στα βιβλία με τις αρ-
χαίες ηρωικές ιστορίες
Τον αθώο μας ύπνο τυράννησαν οι αντίλαλοι των
φημισμένων πολεμιστών
'Υστερα τα ξεχάσαμε όλα αυτά σε μια γωνιά γε-
λώντας για τα παιδιάστικα καμώματα.
'Ισως αύριο μια τόση τρυπίτσα μου χαράξει το μέ-
τωπο
Ω μια τρυπίτσα που χωρά όλο τον πόνο των αν-
θρώπων
Ποιος είμαι; Πού βρίσκομαι; Σκίστε τα ρούχα
μου εδώ μπροστά στο στήθος
'Ισως θα βρείτε ακόμα τ' όνομά μου σκαλισμένο.
Ποιος το θυμάται;
Ψάξτε τα ρούχα μου ακόμα... Εδώ ήμουνα νέος
22 μόλις χρονώ
Κι εδώ μια γυναίκα που σφίγγει με λαχτάρα ένα
παιδί στην αγκαλιά της.

('Εκλαιγε αλήθεια όταν έφευγα σαν ένα μικρό κο-
ριτσάκι).
Μανόλης Αναγνωστάκης, ''If...'', Τα ποιήματα 1941 - 1971, Αθήνα, εκδ. Στιγμή, 1985, σσ. 168-169.

Αν - λέω αν...
αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίς
η αποβολή σου απ' το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη,
μετά Χαϊδάρι, Αι-Στράτης, Μακρονήσι, Ιτζεδίν,
αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλοαθρίτιδα
ύστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακής
με δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωση
αποκηρύξεως όταν σ' απομονώσαν στο Ψυχιατρείο
αν - σήμερα λογιστής σ' ένα κατάστημα εδωδίμων-
άχρηστος πια για όλους, στιμμένο λεμόνι,
ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες,
αν - λέω αν...
με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικά
ή από μια τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους
συμμαθητές, φίλους, συντρόφους - δε λέω αβρόχοις ποσί
αλλά αν...
(Φτάνει. Μ' αυτά δε γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις.
'Aλλον αέρα θέλουν για ν' αρέσουν, άλλη ''μετουσίωση''.
Το παραρίξαμε στη θεματογραφία).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου