Ὕμνος τοῦ μεγάλου Νόστου
1939
Νυχτιὲς ἀφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου ἀρραβώνα·
πιὸ σκοτεινὰ βουνά,
ποὺ πρωτοδιάβαινα βουβὸς τ᾿ ἀμπέλια, ὦσμε τὸ γόνα
κι ὡς τὸ λαιμὸ τρανά·
στὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ,
ὡσὰν ἀλάφι θεόρατο ποὺ κολυμπάει στὴ μέση
μεγάλου ποταμοῦ...
Ἄ, ποιὸ παλμὸν ἀκοίμητο τὰ φρένα μου ἐσηκῶνα
στὰ τρίσβαθα τοῦ νοῦ,
μὲ τὴ βουβή τους μίμηση μπρὸς στὴν βουβὴν εἰκόνα
τοῦ κάταστρου οὐρανοῦ!
καί, λάτρα σιωπηλή,
σ᾿ ὅλα τὰ μέλη μου ἄστραφτε τὸ μυστικὸ μεθύσι
μιὰ κρύφια ἀνατολή...
Ἄγρυπνη βίγλα ἐκράταγε, πολὺ ψηλὰ ἀναμμένη,
τοῦ πόθου ἡ μαντικὴ
φωτιά, καὶ γύρα μία γενιὰ θεῶν συμμαζεμένη
μὲ κοίταε σκεφτική...
προβαίνει ἀργή, τρανή,
στὸ πορφυρὸν εἰκόνισμα τοῦ πόθου μου τὸ πλάνο
βαφόνταν οἱ οὐρανοί.
Καὶ πίσω ἀπὸ τ᾿ ἀπάντεχον, ἀθλητικὸ ὄργιό του,
ποὺ νίκαε τὸν καιρό,
σὰν ἱερέας σιωπηλὰ ποὺ σέρνει τὸ σφάγιό του,
κι ὡς πρῶτος στὸ χορό
σὰ νά ῾σερνα φυλή,
ἀπ᾿ τοὺς πρωτόφαντους θεοὺς κι ἀπὸ τὰ πρῶτα ἀστέρια
τηρώντας ἐντολή,
στὸ στρῶμα ποὺ φουντώνανε τῆς γῆς τὰ ὀλύμπια μύρα
πῶς ἔσερνα μὲ ὁρμὴ
μὲς στὰ σκοτάδια, ὡς ὁ τυφλὸς π᾿ ἀδράζεται ἀπ᾿ τὴ λύρα,
το ἐρωτικὸ κορμί!...
*
Νυχτιὲς ἀφέγγαρες, θερμὸ ποὺ μὲ γεμίσατε αἷμα,καὶ πλούσιο, μαντικὸ
τὸ πνέμα μου στεριώσατε ― ἀλύγιστο ἕνα ρέμα,
βαθύ, πολεμικὸ ―
καὶ στὴν ψυχή μου θρέψατε τοὺς στοχασμούς, ὡς θρέφει
σὲ θεία κληματαριὰ
ἡ ἁδρὴ ἀπονύχτερη δροσιὰ τσαμπιὰ τρανὰ σὰ βρέφη,
πανώρια καὶ βαριά!
στὰ τρίσβαθα τοῦ νοῦ,
κ᾿ ἐσὺ πυρρὴ π᾿ ἀνέμιζα τῆς πιθυμιᾶς μου εἰκόνα
στὴν ὄψη τ᾿ οὐρανοῦ·
τοῦ Ὀλύμπου πιά, σάμπως ληνὸ στὰ πόδια μου, τὸ τέρας
πατῶ τὸ μυστικό.
Ὅλος συρμένος ὁ Ἔρωτας στὶς φρένες μου, ὡς τὸ δέρας
τὸ μάγο στὴν Ἰωλκό!
κ᾿ ἡ Πούλια εἶναι φωλιά·
μὰ ὁ μυστικὸς Διθύραμβος, ποὺ πιὰ δὲ ῾γγίζει ὁ Χρόνος,
τοῦ νοῦ μου ἡ ἀγκαλιά!
Νά· πυρωμένη μου ἡ καρδιά, τὸ μέτωπο, τὸ μάτι
ἐλεύτερο, οὐρανέ!
Πήγασος εἶν᾿ ἀσπέδιστος τοῦ λογισμοῦ μου τὸ ἄτι,
οἱ δρόμοι μου ἕνα Ναί,
κι ἀδάμαστο, ἀλαφρό,
μέσα μου πλέον ἀμόνοιαστον ἐστοίχειωσε τὸ πάθος
ποὺ ἐσκίρτα στὸν ἀφρό...
Τοῦ Ὀλύμπου πιά, σάμπως ληνὸ στὰ πόδια μου, τὸ τέρας
θωρῶ τὸ μυστικό.
Ὅλος ἐσύρθη ὁ Ἔρωτας στὶς φρένες μου, ὡς τὸ δέρας
τὸ μάγο στὴν Ἰωλκό.
σὰν ἤπια μονομιὰ
τῆς νύχτας ὅλο τὸ κρασὶ τὸ μυστικὸ καὶ μαῦρο
γιὰ μιὰν ἐπιθυμιά·
κι ὅλ᾿ ἡ φωτιὰ τῶν οὐρανῶν μου κύκλωσε, μοῦ κρύβει
τὸ πνέμα μου βουβό,
τί πιὰ μὲ κράζει ἀμείλιχτη τοῦ νοῦ μου ἡ πάνοπλη ἥβη
πρὸς τ᾿ ἄστρα ν᾿ ἀνεβῶ!
κ᾿ ἡ Πούλια εἶναι φωλιά·
μὰ ὁ μυστικὸς Διθύραμβος, ποὺ πιὰ δὲ ῾γγίζει ὁ Χρόνος,
ἡ πλέρια μου ἀγκαλιά!
Τῶν ἄστρων ἔχει ἀπάνω μου τὸ περιβόλι γείρει,
κι ὁ κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτὸ βαμμένον ἀπὸ γύρη,
ξεσπᾶ βαθιά μου ἑσμός...
τὸ ἀπέραντο γοργά·
κι ὅπως χορεύει πέφτοντας στὸ χῶμα τὸ χαλάζι
κι ὁ οὐρανὸς ὀργᾶ,
σὰν ἀπ᾿ τῆς λύρας τὶς χορδὲς ἀνάμεσα τὸ χέρι
φαντάζει ποὺ χτυπᾶ,
ὅμοια ἡ καρδιά μου ὁλάκερη μέσα σὲ κάθε ἀστέρι
σπαράζει κι ἀγαπᾶ!
*
Ὄργιο βαθύ! Στὸν πάγκοσμο παλμό σου, μὲς στὸ νέοποὺ γνώρισα κορμί,
στῆς δύναμής σου τὴν πηγὴ κατάβαθα ἀναπνέω
μ᾿ ἀνήκουστην ὁρμή,
κι ὡς κατεβαίνει ἀγνάντια μου, χωρὶς νὰ τὸ γυρεύω,
τὰ βάθη τ᾿ οὐρανοῦ
ὁ ἁρματωμένος Ἔρωτας, σκιρτῶ κι ἀντιχορεύω
μὲ τ᾿ ἅρματα τοῦ νοῦ!
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἐαυτός...
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, B´, Ἴκαρος 1966)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου