Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Tου Γιώργου Χειμωνά

Ερώτηση: Τι γνωρίζατε από λογοτεχνία εκείνη την εποχή [τα παιδικά και εφηβικά χρόνια]; Τον Ντοστογιέφσκι;
Γ.Χ.: Ναι, είναι για μας κάτι σαν εθνικός μας συγγραφέας. Τα παραληρήματά μας είναι συγγενικά...

Γ.Χ.: Στην παράδοση καταλήγεις, δεν ξεκινάς με το σχήμα της. Παράδοση δεν είναι αόριστα η συνέχεια της φυλής μας, είναι μια ανακύκλωση βιώματος και γλώσσας, όπου το βίωμά σου και η γλώσσα σου, αφού διασχίσουν ένα παρθένο δάσος από ίσκιους, ήχους και αφές, βγαίνουν σ’ ένα ξέφωτο κι εκεί συναντούν, από καιρό ακουμπημένους, τους παλιούς ίσκιους, ήχους και τις αφές κάποιου άλλου ανθρώπου της φυλής σου. Στη γλώσσα του Σολωμού εγώ επιβεβαίωσα τους δικούς μου ελληνικούς ήχους, αναγνώρισα την ηχώ της ελληνικής φωνής όπως ακούγεται ακατάπαυστα στην ατομική και εθνική μας ακοή.

Ερώτηση: Για να τελειώσεις από το φόβο, ήρθες στο φόβο...
Γ.Χ.: ...Ο άλλος είναι τόσο τρομοκρατημένος, που σπεύδει να κουρνιάσει στον άνθρωπο που τον τρομοκρατεί, γιατί αισθάνεται την ανάγκη, μέσα σ’ αυτό το κλίμα του τρόμου, να είναι με κάποιον. Πρόσεξε εδώ το παράλογο που αναδύεται, που για μένα δεν είναι καθόλου παράλογο. Γιατί αμέσως το άλλο πρόσωπο του λέει: «-Σε τρομάζω και έρχεσαι σε μένα που σε τρομάζω;» κι ο άλλος απαντάει: «-Ναι, με τρομάζεις, αλλά τώρα είμαστε μαζί». Δηλαδή, αντιμετωπίζει τον τρόμο έχοντας δίπλα κάποιον, δεν έχει σημασία που ο κάποιος είναι ο ίδιος ο τρόμος. Είναι η έσχατη, η πιο απελπισμένη προστασία από τον τρόμο. Ή, ακόμα, ο τρόμος ξεκολλά από το συγκεκριμένο τρομαχτικό πρόσωπο του άλλου και, σε ένα άλλο πια επίπεδο, γίνεται απειλητικός και για τα δύο πρόσωπα...

Ερώτηση: ...εκείνος, παρά τη χούντα, αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Γιατί; Τον έσπρωξε η νοσταλγία;
Γ.Χ.: Όχι, όχι η νοσταλγία... Ακούστε, ο Έλληνας έχει, πιστεύω, μια μυστική σχέση με τους άλλους Έλληνες. Θέλει να αναγνωρίζεται ως Έλληνας από τους άλλους Έλληνες. Και με αυτή την έννοια η ελληνική ταυτότητα είναι όχι εθνική, αλλά οντολογική. Παράδειγμα όλοι αυτοί οι συμπατριώτες μας που διακρίνονται στο εξωτερικό, αλλά που ζουν με το όνειρο να αναγνωριστούν στην Ελλάδα. Είναι ένα όνειρο που δεν λέγεται ρητά, αλλά το νιώθεις. Θέλουν την επιδοκιμασία των «σοφιστών». Δεν τους ενδιαφέρει αν οι ξένοι τους αναγνωρίζουν ως Έλληνες γιατί οι ξένοι αγνοούν ποια είναι η σύγχρονη Ελλάδα που κουβαλάμε πάνω μας.

Ερώτηση: Η ιδότητα του ψυχιάτρου βοηθά να αναπτυχθεί αυτή η σχέση (σσ. με τη λογοτεχνία);
Γ.Χ.: Δεν συμφωνώ με τις ψυχαναλυτικές ερμηνείες που δίνονται στους συγγραφείς ή στους ήρωές τους: Δεν χρωστάω σχεδόν τίποτα στην ψυχιατρική αλλά, αντίθετα, πολλά στην ιατρική. Η ιατρική αποτελεί έναν πολύ ζωντανό ιστό της λογοτεχνίας μου. Όχι, όμως, γιατί με βοήθησε να γνωρίσω με επιστημονικές παραμέτρους τον άνθρωπο, αλλά γιατί μου εξασφαλίζει μια κορυφαία, πιστεύω, επαφή μαζί του. Δεν είναι μόνο γιατί βλέπω τον άρρωστο στην καθαρότερη αληθινότητά του που του προσδίδει ο σωματικός πόνος, αλλά γιατί αυτήν την αληθινότητα τη βλέπω να διακτινώνεται σ’ ολόκληρο το πλέγμα των συγγενών, των φίλων που του παραστέκονται, αλλά και των νοσηλευτών που τον φροντίζουν.


Ερώτηση: Ποιο–Τι-Είναι-Το-Ανθρώπινο
-Όριο. Ο Γιατρός Ινεότης εμπεριέχεται και περιέχει το ανθρώπινο όριο. Το όριο; Και τι μπορεί να αντιπαρατάξει κανείς στο όριο; Τι είναι ο οριακός λόγος;
Γ.Χ.: Ο Γιατρός Ινεότης έχει το ανθρώπινο όριο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει τον άνθρωπο στην άκρη. Πέρα από αυτό, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Να φανταστούμε έναν άνθρωπο που είναι αρπαγμένος από μια άκρια. Ότι κι αν είναι αυτή η άκρια, γη, άνθρωπος, οτιδήποτε. Δεν το καθορίζω όμως απόλυτα. Είναι κάτι περισσότερο. Αν επιμείνεις στον καθορισμό αυτού του ορίου, θα το έλεγα: Το όριο είναι ένας νόμος. Ο άνθρωπος που περιέχει το ανθρώπινο όριο είναι ο άνθρωπος που έχει υποστεί την ισχύ ενός νόμου και τον καταλύει αυτόν τον νόμο. Η μόνη επεξήγηση που μπορώ να δώσω γι’ αυτό το όριο, η μόνη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ακριβώς η εξουσία και η κατάρρευση ενός νόμου. Θα μπορούσα να γενικεύσω λίγο το θέμα, όσο κι αν αυτό φανεί μεγαλόσχημο: Η λογοτεχνία αρχίζει με την επιβολή, με την εγκατάσταση νόμων. Των νόμων της φύσης. Των νόμων της ψυχής. Πάνω στον άνθρωπο. Ο οριακός λόγος που με ρωτάς, λοιπόν, βρίσκεται ακριβώς στο άλλο άκρο. Αν η λογοτεχνία άρχισε με μια εγκατάσταση νόμου, η λογοτεχνία ίσως μπορεί να φανταστεί κανένας ότι θα πρέπει να τελειώνει με την κατάλυση αυτού του νόμου. Να τελειώνει, δηλαδή, να κλείνει ο μεγάλος κύκλος της βιολογίας της.

Γ.Χ.: Όταν λέω «όριο του ανθρώπου» εννοώ το «γνωστικό» όριο του ανθρώπου, εννοώ την ολική συνείδηση του κόσμου, που έχει πια αγγίσει τα πέρατά της, έχοντας εξαντλήσει όλες τις νοητικές και τις ψυχικές της αντοχές. Προσέξτε, χρησιμοποιώ τη λέξη «αντοχή», όχι «δυνατότητα». Γιατί τη δυνατότητα αυτής της γνώσης-συνείδησης που εννοώ, εγώ τη θεωρώ απεριόριστη και δυνάμει ανεξάντλητη. Πρόκειται, λοιπόν, για μια «θυμική» εξάντληση του σύγχρονου ανθρώπου κι αυτό φαίνεται καθαρά από τον τρόπο που ο Γιατρός Ινεότης βιώνει και ορίζει αυτό το γνωστικό όριο...

Γ.Χ.: Η συνείδηση είναι υποχρεωμένη, για να συγκροτείται ως ατομική κάθε φορά και στο διηνεκές, να διαφοροποιείται συνεχώς από τον κόσμο και η αποκοπή της από αυτόν μεταβάλλεται πλέον σε αναγκαίο όρο, αλλά και νόμο, της έκτοτε υπόστασής της.

Γ.Χ.: Και θα είναι λόγος τέχνης, γιατί μονάχα η τέχνη είναι ικανή να εκστομίσει ένα τέτοιο άγγελμα και κυρίως να το αποδείξει, γιατί η τέχνη είναι ο μοναδικός τρόπος να γίνει κοινός ο ίδιος λόγος –όταν ο λόγος γίνεται ίδιος επειδή ακριβώς είναι κυρίως κοινός.

Γ.Χ.: Αλλοίμονο, έχω μια τρομαχτική εκφραστική αναπηρία, οι λέξεις μου δεν εκφράζουν τίποτε –συνιστούν απλώς μια απεγνωσμένη αντίσταση στη σιωπή: έχω μια θανάσιμη αρρώστια, τη σιωπή. Πριν καιρό, έλεγα ότι η τέχνη είναι αποκάλυψη μιας αλήθειας (υπερβατικής): ήταν η φάση μου του ιεροφάντη. Τώρα λέω πως η τέχνη είναι συντήρηση των ελάχιστων και πανάρχαιων ανθρώπινων αξιών (πόθος, πάθος, πόνος, κλπ): είναι η φάση του μάρτυρα. Το τέλος δεν πρέπει να είναι μακριά: κάτι το τ ε λ ε υ τ α ί ο, σαν θρόμβος υδράργυρου γλυστρά μέσα στο νου μου.

Γ.Χ.: Κι αν μύθος δεν σημαίνει άλλο από την ψευδαίσθηση εξανθρώπισης του κόσμου, η λογοτεχνία αυτή δοκιμάζεται σ’ ένα έσχατο μύθο, που δεν είναι παρά ο ίδιος μύθος ανεστραμμένος: της εκκόσμισης του ανθρώπου –ο κόσμος τελείται ερήμην του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος φέρει τον κόσμο μέσα του.

Γ.Χ.: Μνήμη είναι μια πεθαμένη διάσταση. Ένα κοιμητήριο πραγμάτων, βιωμάτων, αισθημάτων, που δεν ζωντανεύουν στο παρόν. Όλο το παιχνίδι παίζεται στο παρόν. Μόνη διάσταση του χρόνου το παρόν. Μέλλον δεν υπάρχει. Απλώς το φανταζόμαστε. Το προσδοκάμε. Προβάλλουμε τους φόβους, τις αγωνίες, τις ελπίδες μας. Αλλά μέλλον –με αισθητήριο την ατομική συνείδηση κι όχι με έννοια εγωιστική, ναρκισσιστική βέβαια –δεν υπάρχει. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ το μέλλον. Όλα, πρέπει να γίνουν στο παρόν.

Γ.Χ.: Γιατί είναι ανεπίτρεπτο να είσαι αμαθής χωρίς να έχεις ήδη μάθει, αυτοδίδακτος χωρίς να έχεις ήδη διδαχθεί.

Γ.Χ.: Ο ποιητής δεν φοβάται το θάνατο, το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός, η ποίηση είναι υπερφυσική.
Ο Γιώργος Χειμωνάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου