Σάββατο 24 Απριλίου 2010

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΑΡΙΑ
'Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.
'Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,
παράφορη, γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ' όλα τα κέντρα,
σ' όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.
Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.
Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνς του. Μα εκείνος
είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.
Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.


Σινόπουλος Tάκης

Νεκρόδειπνος

Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι' έγραφα, τι είμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,

χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε

δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και

παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Kι' ήρθανε
ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Kονταξής, ο Mάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ' άλογα κι' η μέρα όπως ελόξευε
σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Mπίλιας, ο Γουρνάς,
γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι' ο Φάκαλος, βαστούσανε
το μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό,
στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε
παντού βροχή και ξύλο, κι' άναψαν,
μονάχα που άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χαρούμενα τους φώναξα.

Ήρθε ο Σαρρής, ο Tσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Tορέγας, ο

Tο μούτρο του ξινό, σημαδεμένο απ' τη βλογιά, στην ₼κοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια του, ματώσανε, μου μίλησε για την ακολασία και το μαρτύριο, τόσο σκοτεινός που τρόμαξα, γλιστρώντας πήρα τον κατήφορο.

Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο X και τόξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε

κι' άκουγες ωχ και τίποτ' άλλο. Kι' ήρθανε

πολλοί. Mπροστά τους ο Tζαννής, ο Παπαρίζος, ο Eλεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Kωνσταντόπουλος - σε τι εκκλησιές τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα.

Tότε τον βοήθησα να βγει, πεσμένος στο χαντάκι ανάσκελα, τον κράτησα και μούμεινε στα χέρια κι' η γυναίκα του τον άλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον κήπο, απομεσήμερο, της μίλησα που πέθανε, γιομάτο σκοτεινό κορμί, πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύχτα καιρό τα δάση λάμπανε κι' οι ρίζες λάμπανε, η φωνή δεν έσβησε χρόνια και χρόνια και.

Φεγγάρι-φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυργώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα

το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα περιμένετε, και χάραζε ένα τόσο φως.

Ήρθανε γέροι και παιδιά.

Mες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά.
Oι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ' το σώμα τους.
Kαι τα παιδιά,
βαστόντας το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα μάτια τους
η καταφρόνια κι' η φοβέρα, μήτε μίλησαν.

Xαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζοντας, ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε;

Tόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι' άλλα κομένα σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες φεύγοντας,

σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,

φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι, χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες

κι' άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι' ανάμεσα

κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Kι' ήρθανε

η Λίτσα κι' η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Nτόνα κι' η Nανά, ψιλές σαν άχερο, η Eλένη ακόμα χλόη το χνούδι της,

δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές
μικροί χαμένοι ποταμοί.

Kι' ένα πρωί,

το δέντρο το πρωί που ξύπνησα είταν όλο πράσινο, τόσο πολύ τ' αγάπησα που ανέβηκε στον ουρανό.

Kι' εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου, γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλεκαμοί κι' άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι και νυφούλες και,

δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνέχεια το γλαυκό. Kι' ανάμεσά τους ήρθαν

ο Γιάννης ο Mακρής, ο Πέτρος ο Kαλλίνικος, ο Γιάννης ο κουτσαίνοντας.

Kαθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε το σουγιά του ο Pούσκας, έκοβε το χόρτο, μόλις φύτρωνε.

Kι' ο κάμπος καταχνιά. Kι' ερχόταν άνοιξη, την άκουγες. Mια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός.

Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι' οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Kι' από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Kαστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Eλλάδα σύντομη ανασαίνοντας -
Πάσχα στην έρημη Kοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.

Bαστόντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας,
ο Mπακρυσιώρης, ο Aλαφούζος, ο Zερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Kοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Tο φως πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Tα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Tζεπέτης, ο Zαφόγλου, ο Mαρκουτσάς,
στρωθήκανε στο μπάγκο και
στην άκρη ο Kωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του.

Σιγά-σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.

Σιγά-σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.

Στερνή φορά τους κοίταξα, τους φώναξα.

Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε -

Πώς μ' ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.

Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά
στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.


________________________________________

Σινόπουλος Tάκης

Ελπήνωρ
Eλπήνορ, πώς ήλθες...
OMHPOΣ

Tοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.


Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Kοιτάχτε ο Eλπήνωρ πρέπει νάναι εκείνος.
Eστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Eλπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Kαι τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Eλπήνορα
Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
M' ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν' ακούς τ' ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Tώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ' αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;


Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ' τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου.


Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Tο φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
H θάλασσα τα κυπαρίσσια τ' ακρογιάλι πετρωμένα
σ' ακινησία θανατερή. Kαι μόνο αυτός ο Eλπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.


Σινόπουλος Tάκης

Μάγδα

Mεγάλο μαύρο φως.

Όλη τη νύχτα φως και τα μάτια της Mάγδας, τα πουλιά διασχίζοντας τα μάτια της Mάγδας, ένα πλήθος ταραγμένα πουλιά, προσπερνώντας τα τείχη της νύχτας, ύστερα το σκούρο κεφάλι, το σκούρο κορμί, πάνω στα χείλη η σκοτεινιά και χάραζε ένας άλλος έρωτας-

όπως είναι στα όνειρα, δυο καθίσματα και παράθυρα δύο, και η πόρτα κι' ο κήπος.

Aπέξω κάποιος σφύριξε προσμένοντας απόκριση, τότε ακουστήκανε τα φορτηγά, κατέβηκαν με προσοχή το δρόμο, οι προβολείς εστρίψανε άξαφνα κι' ο κήπος με τα δέντρα του έρημος, μονάχα πέτρες και σιωπή.

Tο μισοσκόταδο πλημμυρισμένο πλούτος. Όλα

γινόνταν ένα δίχτυ αληθινό, τόσο μεγάλο, και παντού μέσα στο σπίτι, καθρέφτες ασάλευτοι, σε κάθε τοίχο, σε κάθε γωνιά, καθρέφτες αινίγματα, ώς το άπειρο βαθαίνοντας, δεν ήξερες πού είναι, ποιο είναι το πρόσωπό σου.

Tότε, ζεστό όπως φέγγει το κορμί, σηκώθηκε απότομα η Mάγδα, πήγε στη μέσα κάμαρα, σ' ένα άλλο σκοτεινότερο όνειρο, κι' εγύρισε, κι' είτανε τώρα η ₼ρτεμις, η Mίνα, η Δήμητρα, κι' είτανε τώρα εκείνη η μακρινή Nανά, βράδυ στη Λάρισα, στο πίσω μέρος του σταθμού, μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανάστατη.

Tότε έφτασε κι' ο Παύλος, άρρωστος, είχε κατέβει από τον πόλεμο και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, ποιον πολεμήσαμε, τόσα κουφάρια στις κατηφοριές, κι' όπως ερχόταν η Nανά, το μάτι του άστραψε μεμιάς, την άδραξε διψώντας με τα χέρια του, κι' ο λόφος του ώμου πιο ψηλά, κι' ένα μονομάτι λοξό στη μνήμη ανηφόριζε.

Kι' από κει πέρα τα μαγαζιά του Πύργου και το μεγάλο δάσος της Kάπελης, κι' από κει πέρα τ' απομεσήμερο, κι' η θάλασσα του Aγιαντρέα, κι' οι πέτρες εκατομμύρια, κι' ο άμμος, και το νερό, αίμα μονάχο.

Kι' όπως οι ντουφεκιές συνέχιζαν, θέριζαν κάτω την ακτή, λαχανιασμένοι εμείς συρθήκαμε, φεύγοντας η μέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη σιδερένια πόρτα και ξάφνου ο χτύπος πάνω απ' το κεφάλι μας κι' ύστερα

ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έτρεμα ακούγοντας.

Bήματα ήρθαν κι' έφυγαν, ξαναγύρισαν, ξανάφυγαν, η Mάγδα εσπάραζε το χέρι της, ένα πουλί μες στο πουκάμισο, κοίταξα τότε το σημάδι στο λαιμό, πόσο θα σε φυλάξω ακόμα, νύχτωνε, πίσω από τον αυχένα τα μαλλιά τινάζοντας, σαν πολιτεία από την έκκρηξη.

Tόσο όμορφη και το σκοτάδι ώς την οσφύ, την κράταγα και μύριζε καμένη από τον ήλιο θάλασσα, κι' ήρθαν ο Γιάννης κι' ο Γεράσιμος κι' ο Θοδωρής κι' άλλοι πολλοί, μα δε μπορούσα καν να τους αναγνωρίσω.

Eίχαν περάσει τόσα χρόνια που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πήρανε το ντουφέκι, το μαχαίρι, το μπαλντά, ότι μπορούσε ο καθένας, φύγανε, χαθήκανε στο μαύρο δρόμο,

σπαρμένον σίδερα και τζάμια, όπως τινάχτηκε η βεράντα με την έκκρηξη κι' όλο το σπίτι φαίνονταν γυμνό κι' έρημο ώς μέσα το εσωτερικό.

Kαι πάλι ακούστηκαν βήματα κι' άλλα βήματα.

Kαι τότε εβγήκε στο παράθυρο με το φεγγάρι η Mάγδα, πιο πίσω ακόμη ανάστατη η Nανά, και η ₼ρτεμις κι' η Δήμητρα, κι' η Mίνα, δεξιά κι' αριστερά το σκοτάδι, ανάμεσα στο μαύρο και το πράσινο τα μάτια τους.

Mάτια νυχτερινά, που πάγαιναν ολοένα στον έρωτα, μάτια προσηλωμένα που μάντευαν τον έρωτα, μεγαλωμένα ξάφνου από την ομορφιά, με περίεργα χρώματα, όπως στους σταθμούς έρχεται το τραίνο, κι' αφήνει σύννεφα, κι' ύστερα πάλι προβάλλουν τα μάτια.

Tότε το τραίνο πέρασε διασχίζοντας την κάμαρα, κι' εγώ μάζεψα με φόβο το πόδι μου, τ' άλλο χαμένο στα βουνά, στο ματωμένο πόλεμο, κι' όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση "μεγάλο μαύρο φως",

Tο χέρι μου έγραφε αυτό το ποίημα, το φως έστριβε από το χαρτί, το χαρτί σκοτείνιαζε, κατάλαβα η Mάγδα έφευγε το φεγγάρι έφευγε, κατεβαίνοντας αργά τα σκαλοπάτια, στον κήπο, στα δέντρα, μονάχη ταξίδευε.

Όλα φεύγανε, κι' όπως είναι στα όνειρα, σταματείστε, με δύναμη, εφώναξα.

Mεγάλα φιμωμένα λόγια μού τίναζαν το στήθος.

Mεγάλα δάκρυα,

δάκρυα πολλά,

οληνύχτα μού ανεβαίναν πλημμύρα στα μάτια,

με πονούσαν, με καίγανε.


Σινόπουλος Tάκης

Πιθανές Προσθήκες στο Ποίημα Περίπου Bιογραφία

Στις όχτες του ποταμιού που εφύσαγε κι οι πέτρες
ήτανε δίχως χαρά, μ' ένα κρύο, αδέκαστο φως.

Kυρίες φιλοθεάμονες τον τριγύριζαν, στρογγύλες, α-
βυσσόκολπες, με μυζητήρες και άλλα σύνεργα, προ-
σφέροντάς του υγρασίες, δήθεν μυστήρια, άλλες ερη-
μώσεις, εξαιτίας το καλοφτιαγμένο κορμί, το απερί-
γραπτο πρόσωπο με τα πολλά καρφιά.

Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που
κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγ-
μένο.

Aκούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω, του
ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι
από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρ-
μάκι όπως ήταν.

Mια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα
στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω,
συλλογίστηκε.

Mα τι θα πει κεκυρωμένος;

Τάκης Σινόπουλος, "Περίπου Βιογραφία", "Πιθανές προσθήκες στο ποίημα Περίπου Βιογραφία", Συλλογή ΙΙ, 1965-1980, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1987, σσ. 83-86.
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
'Ετσι κατέβηκε απ' τον πόλεμο, με φαγωμένα τ' άρ-
βυλα και το χακί του αμπέχωνο.

Μονάχα εκείνη η σκοτεινή κατηφοριά, πιο χαμηλά τα
δέντρα ανοίγοντας, ένα κομμάτι ποταμιού - ποτάμι
παγωμένο φως.

Βρήκε το σκύλο του - δε γαύγισε.

Και κάτι σκοτωμένοι δίχως όνομα το πρώτο απόγευ-
μα. 'Υστερα πολλά μπερδεμένα απογεύματα, στο κά-
τω της γραφής όλα χωνεύονται στα χαρτιά, συλλογί-
στηκε.

Μέρες ξερές σα ντουφεκιές, ένα φεγγάρι ακίνητο πάνω
σε σπίτια και συρματοπλέγματα.

Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα, ξανά ταυ-
τότητα.

Τον πήρε η κόρη του κακού και πάλεψε.

Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα βουνά και
πέτρες που πέφτανε απάνω του, γύρω γύρω μισοί,
μισοφώτιστοι οι φίλοι του
και οι άλλοι με φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίεργα
μάτια συναγμένοι τον κοίταζαν.

Που πάγαινε καμιά φορά στον έρωτα, βρισκόταν αν-
τιμέτωπος με κείνες τις μαινάδες, ανεβαίνανε κοπάδι
απ' το γιαλό, τον κυνήγαγαν ως πάνω στο λόφο.

Δρασκέλιζε ξέρες και αμμότοπους, σακατεμένος δίψα-
γε, έπινε από σκοτεινές πηγές.

Συνέχεια βούλιαζε κι ανέβαινε

στον ίδιο λάκκο.

Δεν κάτεχε άλλη δύναμη,

μονάχα τα χαρτιά του βασανίζοντας, ένα σωρό σβη-
σίματα, το βράδυ ανάστατος, όταν ο κόσμος παρα-
σταίνεται με πρόσωπα νεκρών.

Μια μέρα είδε ένα χέρι με σπασμένα δάχτυλα, μια
μέρα ο φοβερός αέρας.

Τα χρόνια με τα χρόνια αβάσταχτα. Κι οι αιώνες παν-
τού το ίδιο σκοτάδι.

Μετρώντας πόσος θάνατος του περίσσευε και πριν και
μετά από κάθε ποίημα.

'Εφραζε με παλιές εφημερίδες το κορμί, να μην περ-
νάνε απ' τις χαραματιές τα νερά και το κρύο.

'Υστερα εκείνη η θάλασσα, στον Αγιαντρέα χαράματα,
κι ό,τι στον ίσκιο της καραδοκώντας,

ένα άγριο φως στην όψη του, καθώς ανέβαινε το δρόμο
στον αιθέρα,

ένοικος τώρα του παντοτεινού,

κεκυρωμένος.




Πιθανές προσθήκες στο ποίημα
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Στις όχτες του ποταμού που εφύσαγε κι οι πέτρες
ήτανε δίχως χαρά, μ' ένα κρύο, αδέκαστο φως.

Κυρίες φιλοθεάμονες τον τριγύριζαν, στρογγυλές, α-
βυσσόκολπες, με μυζητήρες και άλλα σύνεργα, προ-
σφέροντάς του υγρασίες, δήθεν μυστήρια, άλλες ερη-
μώσεις, εξαιτίας το καλοφτιαγμένο κορμί, το απερί-
γραπτο πρόσωπο με τα πολλά καρφιά.

Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που
κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγ-
μένο.

Ακούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω, του
ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι
από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρ-
μάκι όπως ήταν.

Μια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα
στις πέτρες του σπιτιού. 'Εχω πεθάνει, θα πεθάνω,
συλλογίστηκε.

Μα τι θα πει κεκυρωμένος;




Τάκης Σινόπουλος, Ελένη, Αθήνα, εκδ. Δίφρος, 1957.
1.
Με πήρε τ' όνειρο κι ο πυρετός, με πήρε η νύχτα, μ' έσυρε
σε σκοτεινές θηλές, άπειρες νύχτες μ' έσυραν
σε δύσκολα περάσματα, γυμνός
μονάχος παραμόνεψα,
χιλιάδες φωτισμένα πρόσωπα, χιλιάδες πρόσωπα καμένα•
η νύχτα θαυμαστό ποτάμι του θανάτου -ήσουν εκεί
παρούσα μες στα οράματα
των εποχών, ήσουν εκεί, δεν ήσουν φεύγοντας
σε μια φανταστική πατρίδα, η διάφανη
η ωραία η άμωμος η ασύλληπτη
η Ελένη ζωντανή,
με το γαλήνιο βάρος του παμπάλαιου σώματος,
με τις πορφύρες και με τα βαρύτιμα -
οι σάλπιγγες στεγνές διαφήμισαν
τον τελευταίο θρίαμβο.
Πατρίδα μου με τ' ασβεστώδη δάση,
πελώρια γη των βράχων, των κοιλάδων,
γυμνέ ακατοίκητε ουρανέ, μητρόπολη καταργημένη -
τούτες οι πόλεις αγαπήσανε τον όλεθρο,
τα ξάστερα πουλιά αποδήμησαν,
ο γιος μου έφυγε για τον πόλεμο,
η κόρη μου σιχάθηκε τ' αλκοόλ,
τώρα χορεύει σ' αίθουσες ανάστροφες
πότε γυμνή πότε ντυμένη ως 'Αρτεμις
με τόξο και φαρέτρα.
Η Ελένη δεν υπάρχει πια
μες στην εγκόσμια λύπη.
Μας το είπαν ήδη τα μεγάφωνα-
μια συλλογή από σπαραγμούς,
ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο.
2.
Τότε αναπήδησες από τη χαίνουσα
καρδιά μου πάνοπλη
με σάρκες και με φώτα.
Το αίμα μου ένα σκοτάδι ακίνητο. Κι ιδού.
Εσύ, η χυμώδης άνοιξη
Εγώ, σιαγόνα τρέμουσα
σε πείνα μαύρη.
Και τα όνειρα μου ορμήσανε -σκυλιά και πειρατές.
Και το κορμί μου -η σκόνη.
3.
Ισκιερή πλαγιά λαβωμένου κοριτσιού,
δάση της πλανεμένης•
μα το κορμί της γόνιμο από πίκρα και προδοσία.
4
η φωνή της Ελένης
Που πάω η αστόχαστη; Ποιο αμάρτημα
σαλεύει μες στα καρπερά μου μάτια;
Πατέρα που μ' εγέννησες, ποιος θάναι ο θάνατός μου;
Υπάρχω τάχα,
όπως υπήρξα κάποτε μες στη θερμή πατρίδα μου,
ζώντας μονάχη τις πελώριες εποχές των μύθων,
καμπυλωτή ομορφιά βαθύσκιωτη; Κι ακόμα εσύ,
πρόσκαιρε αγαπημένε, υπάρχεις, σμίγοντας τα μέλη σου,
κάτω από δάση νύχτας με τα μέλη μου,
χλωμά συμφιλιωμένα; Εσύ των άστρωννοσταλγός
την αδελφή των άστρων τραυματίζοντας
με γήινα ρόδα. Μου μιλάς,
με ντύνεις με στροφές και ποιήματα για νάμαιαπρόσιτη
στις γέφυρες του χρόνου.Ποιες πηγές
και ποια ποτάμια, βασιλεύουν στο αίμα μου;
Ποιας δόξας ο χυμός μου δίνει αυτή τη μέθη,
να παίζω και ν' ασπάζομαι τον καθημερινόμου θάνατο;
Κατάστιχτη από δροσερά
φιλήματα πορεύομαι στον έρωτα.Τα βήματά μου
βαριά αντηχούνε στην απάνθρωπηερημιά
τούτου του κόσμου. Νιώθω
σαν ένα δέντρο ξαναμμένο πουονειρεύεται
μ' όλες τις ρίζες του ανοιχτές
στο άπειρο φως. Ω βοήθησέμε
μαζί με τα φορέματα να ξεντυθώ
το θάνατο μου και με θάνατο να σε γεμίσω απόψε.
Θα σε δεχτούνε τα βουβά μου γόνατα.
Γιατί είμαι γόνιμη θα σε γεννήσω
κι εσύ θα με γεννήσεις από την αρχή.
Μα βούλιαξε
στις φωτεινές κοιλάδες μου, στους όρμους της Ελένης.
Ανέβα αυτά τ' απρόσιτα βουνά,
τα μαύρα της Ελένης.
5
η νεότητα της Ελένης
Πόσο νυχτερινή είμαι στη βαθύσκιωτη κατηφοριά
του πρώτου μου έρωτα. Ουρανέ γεμάτε μαύρα
βαριά σταφύλια από την έπαρση του νέου καλοκαιριού!
'Ενα ξημέρωμα έξοχο φωνάζει απ' τους αγρούς. Μια αυγή
που πνέει, σπορά χλωμών ονείρων. Και το σώμα μου
σε φωτεινή ξεκούραση, βορά του γήινου χρόνου.
Ω δροσερά
φιλιά ολοκάθαρα μες στην ανάμνηση των εποχών
που ζήσαμε στην έρημο. Φωνές, φωνές και πρόσωπα
γυμνά,
πολύν καιρό χαμένα μες στη μνήμη, μπερδεμένα
με τάφους και φωτιές. Ο μυστικός ουράνιος πόνος
εκείνου του μοναδικού που μ' αγαπά κι εγώ
από το ποίημα τούτο το πικρό παλεύοντας ολάκερη
ν' αναδυθώ. Μονάχα αυτό
με συντηρεί στην αφθαρσία -η χίμαιρα.
Σαν ένα ουράνιο τόξο νιώθω το αίμα μου
και νάμαι εδώ ξανά μ' αυτό το κάλεσμα
που ήρθε τη σάρκα μου πολύπειρη να τη βαφτίσει
σε νέο θάνατο. Ω πικρή,
πικρότατη ύπαρξή μου από έγνιες βασιλεύουσες,
τρομερές μακρόσυρτες αναμνήσεις.
Κι εσύ που μ' αγαπάς ασύγκριτε,
ω φίλησε με ακόμα μες στη γήινη προσφορά μου,
ω λάτρεψε στον έρωτα τη νέα νεότητά μου.
6
ο θάνατος της Ελένης
Κοίτα το φεγγαρόφωτο πώς με φρουρεί! γδυμένη
από τον ύπνο μου μ' αφρούς στα χέρια, αλλάζω σώμα,
χαίρομαι
των μαύρων κορυφών μου τις φωνές. Ω χώρα,
σάρκα μου λατρευτή και μονοπάτι φορτωμένο σκιές.
Τόσο γυμνή είμαι,
που του θανάτου μου η ανάμνηση σαν αίνιγμα αναθρώσκει
από τις όχθες του έρωτα. Λουσμένο μ' αίμα
πονάει τ' αστέρι μου το πιο πολύτιμο που το λαβώνεις
με την απίστευτη σου ορφάνεια. Κοίτα,
πάνω στη δίψα σου φωτίζομαι απ' τον τρομερό
μύθο του ποιήματος. Ω βάσταξέ με ακόμα,
μες στ' όνειρό σου να συντηρηθώ με τις πορφύρες μου
τις πιο παράφορες. Δος' μου των λέξεων την αυγή
μέσα στη λευτεριά μου του έρωτα, το βάρος των πραγμάτων,
για να σε ξεχωρίσω με τα μάτια μου
που καταχτήθηκαν πολύ, για να σ' αγγίξω
με των μαστών μου τους αιθέριους βράχους,
εσένα που γεννήθηκες από την κορυφαία φυλή
και μ' αγαπάς και με στοχάζεσαι
παντοτεινή να μείνω μες στο ποδοβολητό
του χρόνου. 'Ομως εγώ πεθαίνω απόψε που γεννήθηκα.
Η σκιά της γης με σκέπασε κι είμαι άλλη μια φορά
μέσα στη γνώση του θανάτου μου άσπιλη από θάνατο
λουσμένη τώρα από
τον καρποφόρον ήλιο των ποιητών.
7
η σκέψη του ποιητή
Η Ελένη τώρα γίνηκε ένα με τη γη.
Λάμπει μες στην πατρίδα του θανάτου υπέρτερη.
Θρεμμένη με τη μνήμη μου γεννιέται από παντού,
πιο αληθινή από τ' όνειρο, πιο σκοτεινή από βράχους•
κι η σάρκα της ακόμα ανέγγιχτη από αίμα και συλλήψεις.
Είναι η απρόσιτη, η μη παραδομένη.
Από τους άμμους κίνησε το κάλεσμά μου ακούγοντας,
τη μυσπκή φωνή -σπέρμα του χρόνου.
Κι' απόψε η άσπιλη ανασαίνει εδώ. Να δώσει, να δοθεί.
Τα χόρτα καίνε
πάνω στη γη που σκέπασε τους υψηλούς γεννήτορες.
Τυφλοί πατέρες προστατεύουνε τη μνήμη της.
Κι είναι το θέρος. Λάμπει η θάλασσα, μια ασπίδα
απέραντη
Το χώμα στις κοιλάδες αφανίζεται μέσα στη μέθη του
ήλιου.
Και τούτη την Ελένη την αγγίζω, της μιλώ.
Τα μάτια της πελώρια από το χρόνο
περνούν πάνω απ' τους τάφους, λούζονται
συμφιλιωμένα με το φως. Εδώ είναι η νέα Ελένη.
Το αίμα μου ανέβηκε τόσο ψηλά στην αιωνιότητα
που το θερμό μου σώμα μόλις
χωρίζει από το σώμα της. Την αφθαρσία γυρεύοντας
με ουράνια ποιήματα θα την διαιωνίσω.
Συνεπαρμένη, πάμφωτη είναι τώρα από κραυγές,
δονείται τρικυμίζει διασκορπίζεται
σ' όλες τις εποχές, γεννώντας και πεθαίνοντας,
εγκόσμια κι αναλλοίωτη, γυμνή γυναίκα ανίσκιωτη,
η Ελένη μόνο υπάρχουσα μες στην αρχαία κατάρρευση
πολέμων μύθων και θεών.
8
ποίημα για την Eλένη
Ωραία εσύ, η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος,
καυτερή θρησκεία, γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές, ένα άστρο σύμβολο,
με τ' όνομα σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ,
νυχτερινή του απείρου, εξαίσιο του θανάτου λάφυρο,
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κόψανε μ' οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ,
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού,
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι' από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε, σούφερα καπνούς κι' αρώματα από τα βουνά,
πετράδια από τη θάλασσα,
ήλιους και φύλλα σούφερα, κατηφοριές κι' ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές, βράχια και πέτρες κι' όνειρα
και καταχνιές κι' αφρούς, για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα,
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη, σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου,
κι' όμως ακόμα ζωντανός, αστράφτοντας απ' τη δική
σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι' ανυμνώ τη χώρα μου
κι' εσένα και τη βλάστηση,
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα, χώμα, Ελένη.
Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.
Τάχα θαρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θάναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι' ανάσταση τρεμάμενη ;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε,
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα,
και τάχα θα μιλήσουμε, θα κοιταχτούμε,
λουλουδισμένοι κι' άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό, ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη,
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά,
μια νύχτα που η σιωπή θάναι μια απέραντη σιωπή,
εγώ γεμάτος διάστημα,
εσύ γεμάτη μ' άστρα,
πάντα άφθαρτη, παρθένα ανέγγιχτη,
μεταρσιωμένη;
9
Καθώς σε γήινο ενυδρείο μες στα αιχμάλωτα νερά
κινούνται ίσκιοι ψαριών,
ο ποιητής κινείται.
Η Ελένη εντούτοις δεν υπάρχει πια
μες στην εγκόσμια λύπη.
Υπάρχουν μόνο τα ποιήματα-
μια συλλογή από σπαραγμούς,
ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο.
1951,57

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
Λάμψε ήλιε
πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ•
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.
'Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων,
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.
Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,
πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. 'Ηλιε,
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας, η πολυάνεμη,
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,

σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι' οδύνης. Ω, καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,
πάνω σ' αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.
Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου•
κι' εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
'Ηλιε,
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης, ω
μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι' ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες
ποια δίψα μ' έφερε ως εδώ,
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με την νεκρήν Ελένη.
1955




Τάκης Σινόπουλος, ''Αν'', Συλλογή ΙΙ 1965 - 1980, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1980, σ. 48.
Απ' το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.
Απ' το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου