Σάββατο 24 Απριλίου 2010

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ




Η Αγάπη

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα

θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.




Της αγάπης

Νά 'ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νοιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!

Πόσες φορές αλλοίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επι τέλους έφτασες, Εσύ που είχες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
την ξεγελάνε, βιαζονταν κι εμέ η ψυχή ν' ανθήσει.

Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'

Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ'είδα!...







Το Κορίτσι των δεκατριών χρονών

Σβέλτη, γοργή και γλιστερή σα φίδι, όλη την ώρα
που να την πιάσω τέντωνα τα χέρια , ξεγλιστρούσε
και, πάντα προκαλώντας με κι όλο ξεφεύγοντάς μου,
ευτυχισμένη, - ολόκαρδα και ειρωνικά εγελούσε.

Μ' απάνω στο κυνηγητό κι απάνω στο παιγνίδι,
κάθε που σμίγαν τα κορμιά και κόλλαγαν στην πάλη,
εκείνη πια δεν γέλαγεν αθώα σαν κα πρώτα
κι εμένα ως κύμα ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.

Και, μια στιγμή, που άρπαξα τη μέση της και μ' άγρια
επιθυμία την κράτησα μέσα στη αγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τα πόδια της μέσα στα γονατά μου,

Την είδα που αφέθηκε γλυκά στο σφιξιμό μου,
ενώ τα μάτια εγλάρωναν και τρέμανε τα χείλη:
κι ένοιωσα ότι μέσα της εξύπνησε το θήλυ.





Ερωτικό

Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω
αν θα σ'αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως, κι όσο, τώρα'

Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί
πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.

Ο,τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα
που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα
μπήκε στη ξωή μου'

Ολα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου
σκορπισε η χαρά,
σαν στα βαλτοτόπια που τα πλυμμυρίζουν
ζωντανά νερά.

Εχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα
κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη
που δεν είχα ζήσει.

Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να
μαγικό γυαλί
κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη
τόσο πιο πολύ,

πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα
φύγει πάλι πίσω
κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,
-κάλλιο να μην ζήσω .






Θα πεθάνω ένα πένθιμο

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ' στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος'
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ'επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεββάτι μου. θε ναρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "-Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Εχει μέρες που χάθηκε!..."
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "-Μ' αυτός έχει πεθάνει".

Μια στιγμή θα κιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να που: Τ' ειν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!"
Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θάναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψει
πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ' εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην".

Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.




Περαστικές

Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!






Η Ζωντανή νεκρή

Δεν πέθανες! Στην κάμαρα ακόμα τ' αρωμά σου
είναι απλωμένο ως τώρα δα να μ' άφησες, κι απάνω
στον καναπέ ατέλειωτο μένει το κεντημά σου
και το κομμάτι που παιζες είναι ανοιχτό στο πιάνο.
Απάνω στο τραπέζι μου πάντα η δική σου εικόνα,
που πάντα με την ήμερη ματιά της με κοιτάζει,
και δεν είναι ο άνεμος, μα είσαι εσύ, την πόρτα
που μισανοίγεις για να μπεις την ώρα που βραδυάζει.
Δεν πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σε όλα:
στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του αγέρα,
στα νέφη που χρυσίζουνε σαν πάει να σβήσει η μέρα
κι ως και τις νύχτες δίπλα μου σε νοιώθω ξαπλωμένη...
Δεν πέθανες. Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε:

τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε!




ΕΡΩΤΙΚΑ IV

Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φώς στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου-και σ'το στέλνω πίσω!

Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θήρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.

Κι αν απ'τα βάθη ενός ληθάργου
βγήκα,σ'εσένα το χρωστάω,
σ'εσένα τους χυμούς που νοιώθω,
τη νέα γλώσσα που μιλάω!






Νοσταλγίες

Μοιάζω στους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,
να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία.
Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν,
καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους
και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.
Σε λίγο στην απέραντη τη θάλασσα αλαργεύαν
και χάνονταν αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση
έναν καπνό που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει:
κι όμως οι γέροι ναυτικοί ακίνητοι στους φάρους,
με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,
προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν ακόμα"




Ταξίδι στα Κύθηρα

Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.
Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!...
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν
και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο






Vita nuova

Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
όπου θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' έναν κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που να 'χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε,
μακριά απ' τον κόσμο μοναχό, σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και να 'χω μέσα στην ψυχή μου των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη




Ένα καράβι φεύγει...

Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
αφήνει αγάλια το λιμάνι - προς το βράδυ.
Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.
Είν' ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.
Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το πού πάει - κανένας δεν το ξέρει.
Ούτε έν' άσπρο μαντίλι δεν το χαιρετάει,
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνάει.
Μόνο οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από τα χρόνια.
Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,
- λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια -,
οι άνθρωπου που κοιτάν στην παραλία
νιώθουν πιο άδεια, πιο στενή την πολιτεία
και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του
- σαν κάτι να τους έφυγε μαζί του..."






ΖΩΗ

Κάποιες φορές,σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ΄ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
"θα με ξεχάσεις;" ρώταγες "καλέ μου,σαν πεθάνω;"

Δε σ΄απαντούσα.Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι΄έσφιγγα με παροξυσμό τ΄αδύνατο κορμί σου,
σα νά΄θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο,για,αν δεν μπόραγα,να πήγαινα μαζί σου.

Γιατ΄ήσουν όλη μου η ζωή,χαρά της και σκοπός της,
κι΄όσο κι΄αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα,δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.

Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες,με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου,αγάπη μου,πως πάω να συνηθίσω.



ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ
του Κώστα Ουράνη


Γυναίκες, που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που εκινούσε γι' άλλα μέρη,
γυναίκες, που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια, να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ' ένα μαντήλι αργό να χαιρετάτε'
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά τα κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
ω εσάς, που επεράσατε μιαν ώρα
απ' τη ζωή μου μέσα, και που ως τώρα
στα ξένα έχετε πάρει την ψυχή μου.

Η ΖΩΗ ΜΟΥ
του Κώστα Ουράνη


Μια νοσταλγία ολάκερη η ζωή μου κι ένας πόθος!
Πότε παλάτια θέλοντας χιμαιρικά να χτίσω
και πότε ξεφυλλίζοντας τις σκέψεις μου σα ρόδα
στον τάφο τού ό,τι πέρασε, - λησμόνησα να ζήσω.
Τα χρόνια από τα χέρια μου γλιστρήσανε σαν άμμος
που ονειροπόλα δάχτυλα κρατάνε, κι η ψυχή μου -
μιαν ώρα χινοπωρινή που εσήμαιναν καμπάνες -
είδε να πέφτει ανέκκλητα το Βράδι στη ζωή μου.
Είμαι σα σπίτι ναυτικών στη θάλασσα κοντά,
που οι άντρες εχαθήκανε μαζί με τα καράβια
και που όταν σκούζει η τρικυμία τ' αγριεμένα βράδια,
οι μάνες και οι αδερφές, μαυροντυμένες, σκύβουν
την κεφαλήν αμίλητες, σκιαγμένες, σα ν' ακούνε
στην πόρτα, την κατάκλειστη για πάντα - να χτυπούν

ΕΡΩΤΙΚΑ IV
Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φώς στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου-και σ'το στέλνω πίσω!

Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θήρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.

Κι αν απ'τα βάθη ενός ληθάργου
βγήκα,σ'εσένα το χρωστάω,
σ'εσένα τους χυμούς που νοιώθω,
τη νέα γλώσσα που μιλάω!

Ένα καράβι φεύγει

Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
αφήνει αγάλια το λιμάνι προς το βράδυ.

Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.

Είν' ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.

Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το πού πάει κανένας δεν το ξέρει.

Ούτ' ένα άσπρο μαντήλι δεν το χαιρετάει,
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνάει.

Μόνο οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από χρόνια.

Ωστόσο αφήνοντας για πάντα το λιμάνι,
ένα τεράστιο ψυχρό κενό έχει κάνει.

Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,

-λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια-,

οι ανθρώποι που κοιτάν στην παραλία
νοιώθουν πιο άδεια, πιο στενή την πολιτεία

και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του
-σαν κάτι να τους έφυγε μαζί του...
Κατοχή
(προσφορά της Μαρίας Κουτσάκη)

Αλήθεια, δάση και βουνά
υπάρχουνε στον κόσμο ακόμη;
Υπάρχουν οι μεγάλοι δρόμοι
που παν σε μέρη αλαργινά;

Ανθίζουν πάντοτε οι βραγιές;
Στους κάμπους είναι φως κι ειρήνη;
Κι έμεινε λίγη καλοσύνη
μες τις ανθρώπινες καρδιές;

Απίστευτα μας φαίνονται όλα
σ' εμάς που ζούμε τώρα χρόνια
σαν σ' ορεινά φτωχά καλύβια
που τ' αποκλείσανε τα χιόνια...

Θε να 'ρθει τάχα μιαν ημέρα
σαν από τόπους μακρινούς
η Άνοιξη που λαχταράμε;
Και θα μας εύρει ζωντανούς

Νοσταλγίες

Μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους
να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία.
Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν,
καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους
και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.
Σε λίγο την απέραντη τη θάλασσα αλαργεύαν
και χάνονταν, αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση
έναν καπνό, που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει:
κι όμως οι γέροι ναυτικοί, ακίνητοι στους φάρους,
με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,

προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν - ακόμα...


Δον Κιχώτης

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ' άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει,
και πίσω του, το στωικό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια...
Στο πέρασμά του απ' τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελλό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού -κι ειρωνικά γελάνε
Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:

οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε!


VITA NUOVA

Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
οπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κι ηλιόφωτο, που να 'χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε,
μακριά απ' τον κόσμο, μοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και να 'χω μέσα στην ψυχή των γέρων στην ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλωσύνη.


Nel mezzo del' cammin...





Να 'μαι κ' εγώ στο μέσο της ζωής μου,

μα δάσο σκοτεινό δε βλέπω μπρος μου

κι ούτε το φάντασμα του Βιργιλίου,

να γίνει παραστάτης κι οδηγός μου.





Ούτε δάσο, ούτε φάντασμα! Μονάχα

μια πένθιμη ερημία που με παγώνει.

'Οσο βαδίζω, τόσο και πλαταίνει

της σιωπής ο κύκλος που με ζώνει...





Σαν ξένη, σαν απίθανη ιστορία

σ' ένα παλιό βιβλίο ιστορημένη

και που θαμπά την κράτησεν η μνήμη ―

όλη η ζωή μου, τώρα, η περασμένη.





Μήνυμα δε μου έρχεται κανένα

κι άνοιξη πια καμμία δεν περιμένω:

στο δρόμο το γυμνό που περπατάω,

ωσότου να πεθάνω ― θα πεθαίνω!


Κώστας Ουράνης, ''Οι νέες των επαρχιών'', Ποιήματα, εκλογή - επιμέλεια - εισαγωγή Αλόη Σιδέρη, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993, σσ. 106-107.



Ι

Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες

τις επαρχίες, τα χλωμά και κρύα δειλινά,

όταν πίσω απ' το τζάμι τους κοιτάν στηλά το δρόμο

κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...



Τις συλλογιέμαι στις θαμπές του φθινοπώρου ημέρες,

όταν κοιτάνε τη βροχή να πέφτει στην αυλή τους

κι ανασηκώνουν στους στενούς τους ώμους τους το σάλι,

γιατί ένα ρίγος παγερό νιώθουν ως την ψυχή τους...



ΙΙ

Συλλογιστήκατε ποτέ τις νέες στις επαρχίες,

που περιμένουνε να 'ρθεί, το βράδυ, η εφημερίδα,

για να διαβάσουν άπληστα το μυθιστόρημά της

και να μάθουν τι απόγινε η όμορφη ηρωίδα;



Που ανταλλάσσουν καρτ-ποστάλ -''ιδίως τοπία και άνθη''-

και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία

μ' ένα άγνωστον, που μ' άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν

κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία;



Που γράφουν καλλιγραφικά -και μ' ανορθογραφίες-

''σκέψεις'' μες σε λευκώματα παρμένες στα βιβλία

και που με μελαγχολικά ψευδώνυμα υπογράφουν,

όπως: ''Ανέραστος Ψυχή'' ή ''Θλιβερά Καρδία'';



ΙΙΙ

Εγώ τις συλλογίζουμαι τις νέες αυτές, που είναι

της 'Εμμας Μποβαρύ αδερφές -και πάντα καρτεράνε

το Νέο το ρομαντικό, τον πλούσιο, τον ωραίο,

που θα τους δώσει τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε...



Πότε θα 'ρθεί; Πότε θα 'ρθεί από το γαλανό

βασίλειο της Χίμαιρας, μ' ερωτικά ανοιγμένη

την αγκαλιά, και να τον δουν να τους χαμογελά;

Τάχα γιατί τόσο πολύ ν' αργεί; Τι περιμένει;



Δεν ξέρει πως στην πένθιμη αυτήν αναμονή

λιώνουν οι άσπρες τους ψυχές σα μάταιες λαμπάδες;

Και δε φοβάται, σα θα 'ρθεί μια μέρα, να μη βρει

σβηστό το φως και -αλίμονο- νεκρές τις Εστιάδες;



Πότε θα 'ρθεί; Κατάμονες και θλιβερές στο σπίτι

-στου φθινοπώρου τα χλωμά και κρύα δειλινά-

οι νέες των επαρχιών κοιτάν στηλά το δρόμο

κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...

Κώστας Ουράνης, "Koρίτσια του παλιού καιρού...", Ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1953, σ. 125.




Κορίτσια του παλιού καιρού, Αθηναϊς, Ειρήνη:

μορφές, μέσα στη μνήμη μου, χιμαιρικές κι ωραίες,

σα ρόδινες σ' ακίνητα βάλτων νερά νυμφαίες,

-τον τόπο αφότου αφήσατε, τι να 'χετε απογίνει,

κορίτσια του παλιού καιρού, Αθηναϊς, Ειρήνη;



Ποιοι τάχα να σας χαίρουνται, σε ποια να ζείτε ξένα,

ω σεις που με μαγεύατε, παιδί, στην επαρχία,

όπως μαγεύουν έναστρης νυχτιάς την ησυχία

γλυκιές φωνές που τραγουδάν τραγούδια ευτυχισμένα,

ποιοι τάχα να σας χαίρουνται, σε ποια να ζείτε ξένα;



Σα να 'ρθαν και σας πήρανε κουρσάρικα καράβια,

ούτ' ένα μήνυμα από σας δεν ήρθε τώρα χρόνια!

Ρημάξανε τα σπίτια σας -κι απ' τα ψηλά μπαλκόνια

μόνες οι γριές οι βάγιες σας κοιτάνε προς τα βράδια:

σα να 'ρθαν και σας πήρανε κουρσάρικα καράβια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου