Σάββατο 24 Απριλίου 2010

RAINER MARIA RILKE

ΤΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟΝ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ

Βγάλε τα μάτια μου : μπορώ να σε δω
Κλείσε τ’ αυτιά μου : μπορώ να σε γρικήσω
Και χωρίς πόδια μπορώ σ’ εσε να ρθω ,
Και δίχως στόμα μπορώ να σ’ εξορκίσω.
Σπάσε τα μπράτσα μου : θα σε κρατά η καρδιά μου
Πνίξε μου την καρδιά , μα το μυαλό μου θα χτυπά.
Κι αν ρίξεις στο μυαλό μου τη φωτιά,
Θα σε κρατώ μες το αίμα μου κλεισμένον.


Ίσως πάω μέσα από βαριά βουνά,
Μές σε φλέβες σκληρές, μόνος ,
σαν ένα ορυχτό και βαθιά τόσο
Που να μην βλέπω κανένα τέλος κι ορίζοντα κανένα :
Όλα εγίναν κοντινά κι όλα τα κοντινά έχουν πέτρες γίνει.
*
Μύστης στον πόνο δεν έχω ακόμα γίνει,
τόσο μικρόν το μέγα αυτό σκότος με κάνει,
Μα εσύ ‘σαι αυτό : σκληρός γίνου, κ’ έτσι βαθιά μπές
που όλο το χέρι σου να μπορεί να με φτάνει
και μ’ όλες μου εγώ να σε φτάνω τις κραυγές



Ω Κύριε, τον θάνατο του δώσε στον καθένα
Τον θάνατο που βγαίνει από την ζωή του εκείνη
Που τον χρειαζόταν, τον σκεφτόταν και τον αγαπούσε.
*
Γιατί ‘μαστεν ο φλοιός μονάχα και το φύλλο .
Ο μέγας θάνατος , που όλοι έχουμε εντός μας
Είναι ο καρπός, που γυρνούν γύρω του όλα .



ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αποχαιρετισμό ό,τι λεν, έχω νιώσει !
Πόσο το ξέρω ακόμη : ένα απλήγωτο γκρίζο σκοτεινό κάτι,
Που, ένα ομορφοσυνδιασμένο , μια φορά ακόμη τα δείχνει,
Το παραμερίζει και το ξεσκίζει.
Πόσο δεν αντιστεκόμουν να το ατενίζω, όταν,
αυτό, φωνάζοντας με, να φύγω μ’ άφηνε,
ενώ έμενε, σα να ‘ ταν όλες μαζί οι γυναίκες, μικρό και λευκό,
ωστόσο και μόνο τούτο : ένα νεύμα, που δε μ’ αφορούσε
κιόλας πια , αργό και συνεχές , και μήτε μόλις
φανερό πια : μπορεί μια δαμασκηνιά μόνον,
απ’ όπου κάποιος κούκος πέταξε με βιάση .



Κάποτε , αν γίνει και σε χάσω
Θα μπορείς να κοιμάσαι, δίχως
Πάνω από σε να μουρμουρίζω
Σαν την κορφή της φλαμουριάς

Δίχως εδώ να ξαγρυπνώ
και λόγια ως βλεφαρίδες, τόσο
το ‘να πλάι στ’ άλλο , ν’ αποθέτω
στα μέλη, στα στήθη, στο στόμα σου .

Να σε κλειδώνω, να σ’ αφήνω
Μονάχη εσέ μ’ ό,τι σου ανήκει,
Σαν κήπο που τον κατοικούνε
Σμάρια τα αστέρια κι οι μέλισσες.

_________ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ________

Ω ! εσύ , που δεν σου λέω πως τη νύχτα,
Κλαίοντας πλαγιάζω,
Που η ύπαρξή σου τρυφερά με κουράζει,
Νανούρισμα σα να ‘ταν,
Ώ εσύ, που δεν μου λες αν αγρυπνάς
Για χάρη μου πέ μου,
Πώς θα μπορούσαμε, εντός μας,
να κρατήσουμε αυτό το μεγαλείο
αν δεν το είχαμε διόλου χορτάσει :

Θυμήσου τους εραστές, πόσο γρήγορα,
Τις εκμυστηρεύσεις μόλις αρχίσουν,
Λεν ψέμματα κιόλας

Μόνο με κάνεις . Μόνον εσέ μπορώ ν’ αλλάξω
Μια στιγμή εσύ είσαι , το θρόισμα, ύστερα, είναι πάλι
Ή κάποιο άρωμα που εξατμίστηκε όλο.
Άχ ! μες στην αγκαλιά μου όλες τις έχω χάσει.
Μόνον εσύ, πάλι και πάλι θα γεννιέσαι :
Γιατί ποτέ μου δεν σ’ αγκάλιασα σε κρατώ τόσο




Οι Ελεγείες του Ντουίνο 1912-1922

Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα ;
κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του,
θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατώτερη ύπαρξη του.
Γιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει .

Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε, και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου.
Αχ! Ποιόν μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα ;
Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν
πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι, μας μένει στην πλαγιά , κι ο χτεσινός, μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας αφήκε.

Ω! κι η νύχτα ακόμη , η νύχτα, όταν ο άνεμος πλημμυρισμένος από άπειρο, στο πρόσωπο μας δέρνει, η νύχτα, η λαχταρισμένη νύχτα, η ήρεμα απογοητευμένη που κοπιαστική θα ‘ναι στην ήρεμη καρδιά, σε ποιόν δε θα έμενε ;
Πιο αλαφριά να ‘ναι για τους ερωτευμένους ;

Αχ! Τη μοίρα τους κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον.
Δεν το έμαθες ΑΚΟΜΗ ;
Το κενό να πετάξεις απ’ την αγκαλιά σου μέσα στους χώρους που ανασαίνουμε και τα πουλιά ίσως μ’ ένα παθητικότερο πέταγμα τον φαρδεμένο αέρα να αιστανθούνε .

Αλήθεια , οι ανοίξεις σε χρειαστήκανε.
Μερικά αστέρια σου έγνεψαν και συ ένιωσες το γνέψιμο τους.
Ένα κύμα του παρελθόντος να υψωνόταν γύρω σου , ή όταν περνούσες πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, κάποιο βιολί εκαταλειπόταν στον εαυτό του;
Όλα αυτά προσταγή ‘ταν. Αλλά, εσύ, την προσταγήν αυτήν την υπερνίκησες ;

Δεν ήσουν πάντα απ’ την προσμονήν αφηρημένος, μια Αγαπημένη όλα σα να σου ανάγγελναν : ( Πού θα την προφυλάξεις, πού οι μεγάλες, πού οι ξένες σκέψεις έρχονται κοντά σου και φεύγουν και, συχνά, μένουν ολόκληρη τη νύχτα ; )

Αλλ’ αν το λαχταράς πολύ, τραγούδησε τότε τις Ερωτευμένες , το πολύφημισμένον όνομά τους , ακόμη αρκετά αθάνατο δεν είναι.
Εκείνες , που ζηλεύεις σχεδόν , τραγούδησε : τις εγκαταλειμμένες, τις εύρισκες ν’ αγαπούν πολύ περισσότερο απ’ τις χορτασμένες.

Πάντα και πάντα απ’ την αρχήν το εγκώμιο τ’ άφθαστο τραγούδα,
στοχάσου : ο ήρωας αιώνια ζεί, κι ο θάνατος του ακόμη, του ήταν μια αφορμή μόνο για ύπαρξη, η γέννηση η στερνή του.
Μα μέσα της η αποσταμένη φύση ξαναπαίρνει τις Ερωτευμένες σα να μην είχε δυό φορές τις δυνάμεις να τις δημιουργήσει..

Στοχάστηκες αρκετά να τραγουδήσεις την Γκάσπαρα Στάμπα, που ένα κοράσι , απ τον αγαπημένο του εγκαταλειμμένο , μιας τέτοιας ερωτευμένης το μεγάλο παράδειγμα να νιώσει και να πει : θα γίνω κι εγώ τάχα όπως εκείνη ;

Κι αυτοί οι πανάρχαιοι πόνοι , ποτέ για μας πιο γόνιμοι δε θα γενούνε;
Δεν έφτασε ο καιρός ακόμη, που να λευτερωνόμαστε αγαπώντας απ’ ό,τι πιο πολύ αγαπούμε και να νικούμε τρέμοντας, καθώς η σαΐτα συμμαζεμένη να πηδήσει, πιότερο για να ‘ναι από τον ίδιο τον εαυτόν της, νικά τη χορδή ;

Γιατί πουθενά στάση δεν υπάρχει.

Φωνές, φωνές ! Άκου, καρδιά μου, όπως, άλλοτε, μόνον Άγιοι, ακούγανε :
Από το χώμα για να τους σηκώσει η γιγαντένια κραυγή , αλλ’ εκείνοι μένανε γονατισμένοι , απίθανοι, μακρυνοί, και δεν προσέχαν :
ΕΤΣΙ έμεναν, ακούγοντας.
Όχι πως του θεού θα μπορούσες τη φωνή να υποφέρεις , κάθε άλλο .
Αλλ’ ό,τι πνέει ακρουμάσου, άκου την άπαυτη, που από σιωπή σαρκώνεται, αγγελία.
Από τους νέους αυτούς νεκρούς, ένας ψίθυρος έρχεται σε σένα .
Εκεί που πάντοτε έμπαινες, στις εκκλησίες της Ρώμης και της Νάπολης, δε σου μίλησε το πεπρωμένο τους γαλήνια ;
Ή τάχα μια επιγραφή ανάγλυφη δε σου επιβλήθηκε, όπως, τώρα στερνά, η πλάκα εκείνη στη Σάντα Μαρία Φορμόζα ;
Τι ζητούν από μένα ; Σιγά-σιγά θα πρέπει ν’ αφαιρέσω της αδικίας τα’ ομοίωμα που κάποτε, των πνευμάτων τους λίγο την αγνή κίνηση εμποδίζει.
Βέβαια, είναι παράξενο στη γή πια να μην κατοικείς,
Συνήθειες, που μόλις τις έμαθες, πια να μην έχεις, σε ρόδα και σε πράγματα άλλα, που όλα μια υπόσχεση ήταν, την σημασία ανθρώπινου μέλλοντος πια να μη δίνεις :
κι αυτό που υπήρξες, μέσα στην ατελεύτητη αγωνία των χεριών, πια να μην είσαι ·
και τ’ όνομα το δικό σου, σαν ένα σπασμένο παιγνίδι μνα το εγκαταλείψεις.

Παράξενο , ό,τι λαχταρούσες, να μην λαχταράς πια! Παράξενο , όλα, το κάθε τι που ήταν δεμένο, τόσο ελεύθερο να βλέπεις να κυματίζει.
Κοπιαστικό ‘ναι και το νεκρός να ‘σαι κι είναι επανόρθωση γιομάτο, έτσι, ώστε , λίγο-λίγο λίγη να νιώσεις αιωνιότητα : -- Μα οι ζωντανοί, όλοι, πέφτουν στο λάθος, περίσσια να τους ξεχωρίζουν.
Οι άγγελοι, (λένε) , δε θα ‘ξεραν, πολλές φορές, αν περπατάνε ανάμεσα σε ζωντανούς ή πεθαμένους..
Το αιώνιο ρέμα, περνώντας κι απ’ τα δυό Βασίλεια, παρασέρνει, πάντα, όλες τις ηλικίες και, πάνω κι απ’ τα δύο Βασίλεια, δεσπόζει η φωνή του.

Τέλος, ανάγκη πια , οι πρώιμα μεταστάντες, δεν μας έχουν · ήρεμα από τα γήινα ξεκόβει κανείς, όπως από τα στήθη τα πράα της μάνας του, όταν μεγαλώσει.
Μα εμείς, που τόσο μεγάλα μυστικά χρειαζόμαστε (απ’ αυτά που, συχνά, από πένθος, πρόοδος μακάρια αναπηδά) : ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ να υπάρχουμε, τάχα, χωρίς τους πεθαμένους ;
Να ‘ναι μάταιος ο θρύλος, τάχα, ότι τον Λίνο θρηνώντας, άλλοτε, η πρώτη μουσική, να διαπεράσει τόλμησε τη σκληρή νάρκη, ώστε, από τότε, στον τρομαγμένο χώρο, που ένας, σχεδόν θείος έφηβος, για πάντα εγκατέλειψε ξάφνου, το κενό φλογίστη κι αιστάνθηκε τον κραδασμό εκείνο που μας συνεπαίρνει και μας παρηγορεί και μας βοηθά την ώρα τούτη.


Μετάφραση: Άρης Δικταίος.


ΟΡΦΕΑΣ. ΕΥΡΥΔΙΚΗ. ΕΡΜΗΣ
Αυτό ήταν των ψυχών το παράξενο ορυχείο.
Σαν άργυρος αθόρυβος περνούσανε
σαν φλέβες μες’ απ’ το σκοτάδι του. Ανάμεσα σε ρίζες
το αίμα ξεπηδούσε, που φεύγει στους ανθρώπους,
και βαρύ, σαν πορφυρίτης φαινόταν στο σκοτάδι.
Κόκκινο δεν ήταν τίποτ’ άλλο.

Εκεί υπήρχαν δάση ασώματα
και βράχοι. Γέφυρες πάνω απ’ το κενό
κι εκείνη η μεγάλη λίμνη, η θολή,
που πάνω από τον μακρινό πυθμένα της κρεμόταν
όπως ο βροχερός ουρανός πάνω από το τοπίο.
Και στα λιβάδια ανάμεσα, αθόρυβη, γεμάτη καρτερία,
πρόβαλε η ωχρή λωρίδα του μοναδικού μονοπατιού,
σαν το μακρύ λινάρι που απλώθηκε για ξάσπρισμα.
Κι από τούτο το μοναδικό μονοπάτι έρχονταν αυτοί.

Μπροστά ο λυγερός ο άνδρας με τον μπλε μανδύα,
που κοίταζε μπροστά, βουβός και ανυπόμονος.
Με λαίμαργες μπουκιές το βήμα του κατέτρωγε αμάσητο
το δρόμο· τα χέρια του κρεμόντουσαν
βαριά και κλειδωμένα έξω απ’ τις πτυχώσεις
και δεν ένιωθαν πια την ελαφριά τη λύρα
που είχε φυτρώσει στο αριστερό [το χέρι]
σαν τριανταφυλλιά αναρριχώμενη επάνω στην ελιά.
Και οι αισθήσεις του έμοιαζαν διχασμένες:
ενώ το βλέμμα του έτρεχε μπροστά όπως ο σκύλος,
γύριζ’ από την άλλη, ερχόταν και ξανάφευγε
κι έστεκε περιμένοντας στην επόμενη στροφή, –
η ακοή του ξέμενε σαν μυρωδιά.
Κάποιες φορές θαρρούσε ότι έφτανε
μέχρι των άλλων δυο το βήμα,
που θα ’πρεπε ν’ ακολουθούν την άνοδό του.
Όμως μετά το μόνο πάλι πίσω του ήτανε
της ανάβασής του ο απόηχος και του μανδύα του το ανέμισμα.
Έλεγε όμως στον εαυτό του, δεν μπορεί, θα έρχονται·
το ’λεγε δυνατά και ν’ αργοσβήνει τ’ άκουγε.
Δεν μπορεί, θα έρχονται, μόνο που θα ’ναι δύο
που βαδίζουνε με βήμα τρομακτικά ελαφρύ. Αν γινόταν
να στραφεί μία φορά (αν δηλαδή αυτό το πισωκοίταγμα
δε σήμαινε τη διάλυση όλου αυτού του έργου,
που τώρα δα κόντευε να περατωθεί), σίγουρα θα τους έβλεπε,
τους δυο αθόρυβους, που σιωπηλά βάδιζαν πίσω του:

Των οδοιπόρων και των μακρινών μαντάτων τον θεό –
πλατύγυρο καπέλο πάνω από μάτια φωτεινά,
λεπτό κηρύκειο μπροστά του να κρατά
και τα φτερά που να χτυπούν στους αστραγάλους·
και στ’ αριστερό του χέρι δοσμένη: εκείνη.

Η πολυαγαπημένη, που για ’κείνη μία και μόνη λύρα
έβγαλε τόσο θρήνο όσο δεν έβγαλαν ποτέ μοιρολογήτρες·
που απ’ το θρήνο έγιν’ ένας κόσμος, όπου τα πάντα
ήταν εκεί γι’ ακόμα μια φορά: δάση, κοιλάδες,
μονοπάτια και χωριά, λιβάδια, ποταμοί και ζώα·
και που τον κόσμο αυτόν του θρήνου, όπως ακριβώς
κι όλη την άλλη γη, περιέβαλλε ένας ήλιος
και ουρανός έναστρος, σιωπηλός,
ουρανός θρήνου μ’ άστρα παραμορφωμένα –:
Αυτή, η πολυαγαπημένη.

Όμως εκείνη βάδιζε κρατώντας τον θεό από το χέρι,
και σάβανο μακρύ το βήμα της περιόριζε,
αβέβαιη, ήπια και δίχως ανυπομονησία.
Ήταν στον εαυτό της βυθισμένη, σαν μια εγκυμονούσα,
και τον άνδρα που προπορευόταν καθόλου δεν σκεφτόταν,
ούτε το μονοπάτι που οδηγούσε στη ζωή.
Ήταν στον εαυτό της βυθισμένη. Και η νεκρότητά της
σαν περιεχόμενο τη γέμιζε.
Σαν καρπός ολόγιομος με γλύκα και σκοτάδι,
έτσι κι αυτή ήταν γεμάτη με το μεγάλο θάνατό της,
που ήταν τόσο φρέσκος, γι’ αυτό και τίποτα δεν της ήταν κατανοητό.

Βρισκόταν μέσα σε μια νέα παρθενία
και δεν την άγγιζες· το φύλο της ήταν κλειστό
όπως ο νεαρός ανθός σαν πέφτει το σκοτάδι,
και τόσο ανοίκειος ήταν για τα χέρια της
ο γάμος, που υπέφερε ακόμα κι από την οικειότητα
του ανάλαφρου, αδιάκοπα αθόρυβου,
καθοδηγητικού αγγίγματος του ίδιου του θεού.

Ήδη δεν ήταν πια εκείνη η γυναίκα η ξανθή,
που κάποτε ακουγόταν στις ωδές του ποιητή,
δεν ήταν πια και άρωμα και νήσος του μεγάλου κρεβατιού
και σ’ εκείνον τον άνδρα δεν ανήκε πια.

Ήδη ήταν λυμένη σαν μαλλιά μακριά
παραδομένη σαν τη βροχή που πέφτει
και μοιρασμένη σαν απόθεμα που κάλυπτ’ αρκετούς.

Ήδη ήτανε ρίζα.

Και όταν άξαφνα ο θεός
απότομα τη σταμάτησε και με πόνο στη φωνή
πρόφερε τα λόγια: Κοίταξε πίσω του –,
εκείνη τίποτα δεν κατάλαβε και είπε σιγανά: Ποιος;

Όμως πέρα μακριά, μπροστά στην έξοδο τη φωτεινή,
στεκόταν μια φιγούρα σκοτεινή
κι ανέγνωρη. Στεκόταν και κοιτούσε,
πώς πάνω στη λωρίδα ενός μονοπατιού μες στα λιβάδια
ο αγγελιοφόρος θεός με βλέμμα όλο λύπη
έστριψε σιωπηλά, ν’ ακολουθήσει τη μορφή,
που γύριζε ήδη πίσω από το ίδιο μονοπάτι,
και σάβανο μακρύ το βήμα της περιόριζε,
αβέβαιη, ήπια και δίχως ανυπομονησία.

Μτφ.  Εύη Μαυρομμάτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου