Σάββατο 24 Απριλίου 2010

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

Lento

Τώρα οι βιολέτες δεν φουντώνουν.
Μόνο τα δάχτυλα του χρόνου
άσπρα και λεπτά

ηχούν στα πλήκτρα της ψυχής σου
μια μελωδία της αβύσσου.
Δίχως αυτά

o ήλιος θα βούλιαζε στη δύση.
Ζεστή θα σε είχε προσαρτήσει
το τίποτα.




Τώρα εδώ κάτω

Τώρα είναι ήσυχα εδώ κάτω. Γαλήνη.
Οι διάβολοι αναπαύονται στην παχιά αιθάλη.
Άλλοι κόβουν τα νύχια τους. Άλλοι
θυμούνται τα παλιά. Μια μωβ σελήνη,

οδοντωτή, ολοστρόγγυλη, βουτάει και σβήνει
στο ζεστό θειάφι, που έχει σχεδόν κοπάσει.
Οι φλόγες χαμηλώσαν. Από πισσωμένα δάση
πότε-πότε πετούν τραγουδώντας σμήνη

μαύρων αγγέλων (αγάλλονται τα ερέβη
με τα “Εν υψίστοις” σε largo ή andante),
ενώ ένας καθιστός —που ξέμεινε— αφοδεύει
πίσω από μια βλοσυρή προτομή του Ντάντε.




Σκοτεινή μπαλλάντα, γ’

Ο Θάνατος ήρθε ένα βήμα πιό κοντά.
Μου φαίνεται πώς δέν κρατάει δρεπάνι αλλά απόχη.
Μά έχω πιά μάθει να σκέφτομαι σωστά
στά ερωτήματα πού κανείς απαντά
μ’ ένα ναί ή ένα όχι.

Θέλω νά πω, τό μέλλον χτυπάει στό ψαχνό
αλύπητα. Κι ανακαλύπτω
μέ θλίψη πώς έχω αρχίσει νά ξεχνώ.
Πώς όλα σκεπάζονται μ’ ένα αχνό
σύννεφο, κι όχι μέ τή σκιά των ευκαλύπτων.

Νιώθω πώς λίγα πράγματα μπορούν νά συμβούν,
κι άλλα, πολύ περισσότερα, πώς δέν θά γίνουν.
Μά όσα δέν γίνονται τώρα, βομβούν
στά σκονισμένα κοιλώματα του λοβού
όπως οι σφήκες στούς κάλυκες των κρίνων.

Πάνσοφε, Μεγαλόθυμε, Άρχοντα του Φωτός,
χάρισέ μου έναν θάνατο αντρίκειο.
Τούτο μονάχα σου ζητώ,
εγώ πού ποτέ μου δέν δέχτηκα δοτό
πόστο ή οφφίκιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου