ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Από την Υψικάμινο, 1935
ΚΛΩΣΤΗΡΙΟΝ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΑΝΑΠΑΥΛΑΣ
Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. Όταν τραγουδάμε τραγουδάμε εμπρός στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι χωρίς το μέλλον του προορισμού μας όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει μέσα στη στάχτη των ποδιών της.
Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια ούτε την ευωχία των μαλλιών που λατρεύτηκαν ούτε τα σουραύλια των εργαστηριακών μεταγγίσεων από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού προστατευομένου από τα εγκόσμια και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας λιγυρών παρθένων.Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντος μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί τους εχθρικούς στόλους εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης. Στιγμιότυπα μας απέδειξαν την ορθότητα της πορείας μας προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος της προελεύσεως των ονείρων και του καθενός κατοίκου της καρδιάς μιας παμπαλαίας πόλης. Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας θα φανούμε γυμνότεροι και από την άφιξι της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών και παστρικών βαρούλκων γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ
Όταν με την βαρύτητα του ανέμου που συναρπάζει τα φρόκαλα μέσ’ απ’ τα πόδια των μανάδων εσάλπησε το πεφταστέρι τις τελευταίες εντολές των θεανθρώπων σηκώθηκε υπερήφανος ο φθόγγος και μ’ ευκαμψία τελείου μηχανικού λεπτολογήματος παρέσυρε την ευτυχία προς τα πελάγη μιας παμμεγίστης παλιρροίας. Τότε συνέβη να φτερνισθούν οι φυσητήρες και όλα τα κήτη ανέστρεψαν την κοιλιά τους και κατεποντίσθησαν αύτανδρα τα περασμένα κουφάρια υπέρ της αναγεννήσεως της ευτυχίας υπέρ της εκπληρώσεως των εσχατιών υπέρ της ειρήνης υπέρ της αμαυρώσεως υπέρ της εκλάμψεως της αληθείας υπέρ της κατισχύσεως των ρόδων και της μαγικής αράχνης εν έτει χαράς για τον αιώνα των μεγάλων ολισθημάτων των κυμάτων επάνω στα στεκούμενα καράβια.
ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ
Της πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. Κ’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
Από την Ενδοχώρα, 1945
ΩΣ ΕΡΓΟΝ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟ
Στον Μαράκη
Η μέθη των κυμάτων είναι μήνυμα
Που πάει ο ποντοπόρος στην καλή του
Γαλήνια νύχτα το βελούδο της σιγής
Μέσα στ’ αστέρια που κυλούν στην πρύμη
Για το ταξείδι των ιστών για το ταξείδι των αρμάτων
Αρματωσιάς μιας σκούνας ηνιόχου
Τεθρίππου βαίνοντος προς την χαρά
Καταυλισμών ατσίγγανων με κοριτσάκια
Πιο θελκτικά κι’ από τα μάτια τους
Όταν σκιρτούν στην πάχνη της πρωίας.
ΕΑΡ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ
Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλωτου χωριού με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κ’ έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα και τα συνθλίβει επί του στήθους της
Ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλείτερος καϋμός απ’ τον δικό της
Ίσως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτωμένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
Ίσως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
Έκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστορία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κ’ εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα
Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο
Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ’ τα νερά της αναδύεται μια πολύ μικρή παιδίσκη ωραιότατη.
Ελπίδα μας αυριανή.
ΤΟ ΡΗΜΑ ΑΓΝΑΝΤΕΥΩ
Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κ’ εισδύουν μέσ’ στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου
Μεσ’στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου.
ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΥΘΟΥ
6
Έμφυτη η κλίσις των γυμνών ανθρώπων
Η οπτασία της σιγής μοιάζει με κάκτους
Που στέκουν εμπρός σε κύπελλο γιομάτο.
9
Ο σπίνος που μας περιμένει
Είναι συνάμα τρυγητής.
13
Υπάρχουν άνθη που μοιάζουνε με χέρια
Τα δάχτυλά τους ψαύουν κ’ ευωδιάζουν.
14
Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει
Καμιά φορά σηκώνεται κι’ ουρλιάζει
Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν
Θάλασσα της θαλάσσης.
15
Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
Που νύχτα – μέρα διασχίζουν τον αέρα.
16
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τα ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι’ αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
ΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΡΟΦΑΛΩΝ
Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο
Ως υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέφηκες να γοητευθείς απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πως ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρωνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία και ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι' όπως στο χέρι του η στιλπνή κι' αλάνθαστή του σπάθα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι’ αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα – πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.
Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ
1
Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στάζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις απλώνει την παλίρροια.
2
Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς αναγγέλλει την αυγή, σφαδάνουσα στο ράμφος της πρωίας.
3
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
6
Η σιωπή λικνίζεται στην αμμουδιά. Τα πόδια της πατούν στην κυανή, στην άνευ έρματος ακρογιαλιά θαλάσσης που καθεύδει.
7
Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι της σκιάς μου.
8
Κρυφή μου ελπίδα στα βουνά, καλημερίζω την ηχώ σου.
10
Βάμμα νυκτός στα χείλη της, δόσις φωτός στο στήθος μου, και τα πανέρια της ανοίξεως ανοικτά, με τα χρωματιστά χαρτιά των φρούτων κυμαινόμενα.
12
Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θα θελα να κυλισθώ
στην αμμουδιά μαζί σου.
16
Οι τοίχοι, λεν, έχουν αυτιά – μα οι ψίθυροι ζουν και πεθαίνουν και στα φύλλα.
18
Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.
21
Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα.
31
Βρέφος εντός αβράς σιγής. Μόνον η αύρα μέλπει και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο ευτυχισμένο βρέφος. Ώρα ηδονής και γάλακτος. Ώρα του γαλαξίου.
33
Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες.
Από τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία
AΜΟΥΡ-ΑMOYΡ
Στη Βιβίκα
Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που κυλούσε ορμητικά επάνω από γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την ονομάσω περίοδο εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως. Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου.
Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίησι, θεληματικά ή άθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν. Και ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς, από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθωρισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στην ροή του γίγνεσθαί του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, συλλογιζόμουν, θα είχαμε ένα ποίημα δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός, στη θέσι μιας αλληλουχίας στατικών περιγραφών ωρισμένων γεγονότων, ή συναισθημάτων περιγραφομένων διά της άλφα ή βήτα τεχνοτροπίας.Από την ημέρα που μού γεννήθηκε η ιδέα αυτή, θέλησα να την εφαρμόσω, και άρχισα να γράφω νέα ποιήματα, προσπαθών να επιτύχω αυτό που επιζητούσα. Τα ποιήματα αυτά, παρουσίαζαν, βέβαια, μια μεγάλη εξέλιξι και μια πολύ αισθητή διαφορά, αλλά και αυτά, καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου, δεν με ικανοποιούσαν ως προς τις νέες μου επιδιώξεις. Ενώ διέφεραν από τα άλλα στην μορφή, δεν διέφεραν αρκετά στην ουσία. Είταν φανερό πως εκείνο που μού έλειπε, ήτο ένα μέσον ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σκέφθηκα όμως, πως ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθω σε όλες τις δυσκολίες, είταν να μη παραιτηθώ, μα να συνεχίσω τις αναζητήσεις μου, και εξηκολούθησα να γράφω, με την βεβαιότητα πως η ιδέα ήτο καλή και πως αργά ή γρήγορα, θα εύρισκα τον τρόπο να την κάνω να καρποφορήση. Ποιος ξέρει, ίσως να έψαχνα ακόμη μέχρι σήμερα, αν η συγκλονιστική για μένα επαφή με τον υπερρεαλισμό, δε μου άνοιγε τα μάτια.
Από την ημέρα εκείνη, μπορώ να πω, πως μονομιάς σχεδόν, διέκρινα πού βρισκόταν ο δρόμος και ρίχθηκα με ενθουσιασμό, με αληθινή αγαλλίασι, στο ρεύμα του ιστορικού κινήματος. Είχα ακούσει το κάλεσμά του και το δέχθηκα. Είχα ακούσει την φωνή του, την φωνή εκείνη, που τόσο σωστά είπε ο Μπρετόν, στο πρώτο του μανιφέστο, πως εξακολουθεί να ψάλλη, και στις παραμονές του θανάτου, και επάνω από τις καταιγίδες. Με όσα είπα πάρα πάνω, δεν εννοώ πως οι προσωπικές μου προ-υπερρεαλιστικές θεωρίες ήσαν εντελώς όμοιες ή ταυτόσημες με το περιεχόμενο του υπερρεαλισμού, ούτε πρόκειται να ποζάρω, εδώ, ως πρόδρομός του. Βεβαίως, οι θεωρίες αυτές, παρουσιάζουν μία συγγένεια με τις υπερρεαλιστικές, αλλ’ εν τω συνόλω, ο υπερρεαλισμός ξεπερνά τις αρχικές μου επιδιώξεις, και, επί πλέον, μας δίδει τα μέσα μιας πρακτικής εφαρμογής του περιεχομένου του, ανοίγοντας ορίζοντες ακόμη μεγαλειτέρους, από εκείνους που έβλεπα εγώ στις προσωπικές μου δοξασίες. Και τώρα, δράσσομαι της ευκαιρίας, να εκδηλώσω άλλη μια φορά, εδώ, όλο μου τον θαυμασμό και όλη μου την ευγνωμοσύνη στον Ανδρέα Μπρετόν και στους άλλους υπερρεαλιστάς, οι οποίοι, μετά τον Σίγκμοϋντ Φρόϋντ και τους ψυχοαναλυτάς, είναι εκείνοι, που στην εποχή μας, έχυσαν το πιο πολύ και το πιο άπλετο φως, μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν.
Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μας έδωσε μια για πάντα τα ολοφάνερα κλειδιά.
Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμον αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστά σε μια γυναίκα. Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό. Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι. Ιδού και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον, ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς κορδιλιέρες. Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίησι. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενον ή γεγονός, δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμησις, μία λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους.
Με αυτή την ανακάλυψι και την προσχώρησί μου στο υπερρεαλιστικό κίνημα που επηκολούθησε, έθεσα κατά μέρος, όχι μόνο τις παλαιές μου τεχνοτροπίες, μα και κάθε ψωροφιλότιμο και κάθε κομπορρημοσύνη του είδους εκείνου που συναντά κανείς τόσο συχνά σε ωρισμένους ποιητάς και καλλιτέχνας, που δεν μπορούν να παραδεχθούν τίποτε άλλο στον κόσμο, έξω από τον εαυτό τους, και καμιά άλλη προσφορά ή συμβολή στην ποίησι και στην ζωή, εκτός απ’ ό,τι απορρέει από την στενή τους φιλαυτία και τον αφάνταστό τους ναρκισσισμό.
Εδώ πρέπει να πω, πως με βοήθησαν πολύ στην ταχεία κατανόησι και αφομοίωσι του υπερρεαλισμού, αφ’ ενός οι ψυχοαναλυτικές μου γνώσεις, και αφ’ ετέρου η φιλοσοφία του Εγέλου. Από την ημέρα εκείνη, ήρχισα να χρησιμοποιώ την αυτόματο γραφή, γράφοντας πυρετωδώς και με αληθινό πάθος νεοφωτίστου, ποιήματα και κείμενα. Αργότερα (στα 1935) συνεκέντρωσα μερικά από τα πρώτα μου υπερρεαλιστικά γραπτά και τα ετύπωσα με τον τίτλον Υψικάμινος. Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη πραγματική εκδήλωσι και την πρώτη πράξι του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αν εξαιρέσω μία διάλεξι που έκαμα περί του κινήματος και των επιδιώξεών του την άνοιξι του ιδίου έτους.
Την εποχή εκείνη, πολλοί κριτικοί εμίλησαν και έγραψαν χλευαστικώς περί του βιβλίου αυτού και του κινήματος που αντιπροσώπευε. Σήμερα μερικοί εξ’ αυτών, ερωτοτροπούν με τους υπερρεαλιστάς, μιλώντας για κάποιον «καλώς εννοούμενον» – ποιος νάναι τάχα ; - υπερρεαλισμό, τον οποίο θέλουν κωμικώτατα να αξιολογήσουν οι ίδιοι, ενώ προ ολίγου ακόμη, διέδιδαν ότι ο υπερρεαλισμός απέθανε και ετάφη. Βεβαίως διατηρούν πολλές επιφυλάξεις πολύ χαρακτηριστικές της λιποψυχίας των, για όσα ακριβώς αποτελούν την σπονδυλική στήλη και την ουσία της θεωρίας, και δείχνουν –τουλάχιστον οι περισσότεροι- πως ή δεν κατάλαβαν τίποτε, ή, τότε, ότι αποβλέπουν στην αποκατάστασι του κλονισθέντος κύρους των, ενώπιον του κοινού και των νέων ποιητών, των οποίων το ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό αυξάνει κάθε μέρα. Προφανώς τηρούν την στάσι αυτή, για να μη μείνουν έξω από ένα χορό που δεν ηγάπησαν ποτέ αληθινά, και που ποτέ δεν είχαν το θάρρος, σαν ουραγοί που είναι, να σύρουν, όταν ο κόσμος εμαίνετο κατά των όσων θέλουν, οι κύριοι αυτοί να μας παραστήσουν σήμερα [1939] , ως πράγματα που έτυχαν μέχρι τινός (…αν είσθε φρόνιμα παιδιά, θα σας βάλουμε ένα καλούτσικο βαθμό, στην εφημερίδα μας ή στο περιοδικό μας) της ιδικής των εγκρίσεως, τώρα που ο κόσμος, έστω και αμυδρά, αρχίζει να καταλαβαίνη.
Βλέπω όμως ότι το θέμα αυτό με οδηγεί αλλού, και επανέρχομαι γρήγορα σ’ αυτό που με ενδιαφέρει.
Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ο καταρράκτης, περί του οποίου μίλησα στην αρχή, δεν εσταμάτησε στην Ελβετία. Τα νερά του πέφτουν από μεγάλο ύψος, κυλούν και εξακολουθούν να ρέουν. Επάνω και μέσα στον αφρό των αλλεπαλλήλων πτώσεων, βλέπω να παίζουν μεγάλες και διάφανες σαν από κρύσταλλο σφαίρες, που τις κρατούν στα χέρια τους αφροντυμένες μπαλλερίνες. Τις βλέπω να παίζουν και να πηδούν και να συγκρούωνται, πότε παρασυρόμενες από τα ορμητικά νερά, και πότε ξεφεύγοντας και ανεβαίνοντας, καθώς μπαλλόνια που ξεγλυστρούν μέσα από τα χέρια παιδιών εκστατικών σε κήπους ή πλατείες. Και τις βλέπω να ξαναπιάνωνται απ’ τα νερά και να χοροπηδούν πάλι στον αφρό, που άσπρος σαν γάλα, αγάλλεται στο κύλισμά του, ραντίζοντας τον θεατή και τα πέριξ κλαδιά, με την δροσιά του υγρού ψιμυθίου που σκορπά, σαν σύννεφο ελαφράς βροχής, στην βοερή καταβαράθρωσί της, η πτώσις των υδάτων.
Και είναι η δόξα του καταρράκτη αυτού, η δόξα του Ρίο Μπογκότα. Και είναι η μαγεία του, η μαγεία του τριπλού άλματος της κοιλάδος Υοσεμίτα. Και είναι η γοητεία του, η γοητεία όλων των νεροσυρμών των Άλπεων, των Πυρρηναίων και των Απεννίνων. Η δε βοή του, είναι φωνή αγγέλου που πίπτει αεί και εσαεί εντός χαοτικής αβύσσου. Τα τσακισμένα του φτερά συγχέονται και συνυφαίνονται με τους αφρούς της πτώσεως, και ένας αετός ζυγιάζεται ψηλά και ακούει το ασώπαστο τραγούδι της βοής, που αχολογά παντοτεινά και λέει, «Αχά-αχά», καθώς ηχώ που αναπέμπεται από σπήλαια και βαραθρώδη βάθη.
Και έτσι, εκ του ύψους προς το βάθος, πέφτει και πέφτει το νερό κυλώντας την βροντή του, και ως πέφτει, σχηματίζεται μπροστά στον μελανό γρανίτη, μια σκάλα ατέρμων από αφρό, που χάνεται μέσ’ στο γαλάζιο, επάνω.
Ο καταρράκτης ηδονίζεται στην μεταμόρφωσί του και μεταβάλλεται από ραγδαίο νερό, σε ρεύμα ανέμποδο, που χύνεται πρώτα σε κοίτη στενή χειμάρρου και έπειτα εξελίσσεται και ελίσσεται στην λαγκαδιά και πέρα από την κοιλάδα, σε ρεύμα ταχύ που βρέχει παχειές όχθες, και όσο φαρδαίνει γαληνεύει και κρύβει την δύναμί του, σιωπηλά, στην ανοικτή του άπλα – την όμοια με αυτήν που εκτείνεται από τα τωρινά στα παιδικά μου χρόνια, τότε που γνώρισα και εγώ τον Δούναβι και τα πλατιά ποτάμια.
Ω, το ωραίο Μπαραγκάν! Μπραΐλα, Ισμαΐλι και Πικέτο! Οι μυρωδάτοι κάμποι της Βλαχιάς την εποχή του θέρους! Οι θημωνιές υψώνονται σαν κάστρα χρυσά, που περιβάλλονται από την θάλασσα του σίτου, και τα δρεπάνια αστράφτουν με τέτοια ορμή και τέτοια ρώμη, που αν είταν νύχτα και όχι μέρα, θα θέριζαν ακόμη και άστρα. Οι μηχανές αλωνίζουν και κοσκινίζουν το σιτάρι, και ο χρόνος, ρευστός, τρέχει και φεύγει, μα δεν χάνεται. Τουναντίον, ζη και συσσωρεύεται μέσα στα οράματα, μέσα στις αναμνήσεις. Μια γυναίκα αφήνει τη δουλειά της βιαστικά, για να γεννήση σε ένα αυλάκι. Το τραίνο διασχίζει την πεδιάδα. Ένα πουλί ξαφνιάζεται και φεύγει. Ένας κέλης ιππεύει μια φοράδα.
Γύρω τους αλαλάζουν αγόρια και κορίτσια των τσιγγάνων και οι φωνές των πάλλονται μαζύ με τα τσιρίσματα των τζιτζικιών που πλημμυρίζουν τον αέρα. Το φως είναι θερμό και η πεδιάδα αχνίζει μέσ’ στον ήλιο. Στη σκιά μιας θημωνιάς, μια νέα ξανθή και ξέστηθη από την ζέστη, κουράστηκε πια να διαβάζη τις περιπέτειες του Ποτέμκιν στην Βεσσαραβία και αφήνει το βιβλίο. Όμως, δεν πρόκανε καλά-καλά να το ακουμπήση και το βλέμμα της εγγίζει τον έρωτα των ίππων και τις μιμήσεις που κάνουν γύρω τα παιδιά. Ο κέλης, όρθιος στα πισινά του πόδια, δεσπόζει επάνω στη φοράδα. Σε λίγο πατά πάλι στη γη και τα παιδιά διασκορπίζονται και φεύγουν. Η νέα κλείνει τα μάτια της και βλέπει εμπρός της τον Ποτέμκιν. Δεν είναι ανάγκη καν να του μιλήση. Γυρνά ο Ποτέμκιν και την πιάνει από την μέση. Αυτή τον δέχεται, όπως εδέχθη τον κέλητα η φοράδα, και οι στεναγμοί που της ξεφεύγουν είναι τόσο γλυκείς, που παύουν τον σκοπό τους τα τζιτζίκια.
Ιδού πώς χύνεται στις αποθήκες το σιτάρι. Ιδού πώς συσσωρεύονται τα οράματα και οι αναμνήσεις. Πλοία λογής- λογής κινούνται στο ποτάμι. Ανήκουν δε σε τόσα κράτη, που πιο πολύ διατηρώ στη μνήμη μου τα χρώματα, παρά τα σχήματα των σημαιών ενός εκάστου. Τα σιλό για τα σιτηρά και οι κρουνοί του πετρελαίου, δουλεύουν καθημερινώς σε πόλεις όπως το Γαλάτσι και η Κωνστάντζα. Πλήθος βαπόρια πάνε και έρχονται. Σε ένα από αυτά, στέκομαι στο κατάστρωμα και ακουμπιστός στην κουπαστή, βλέπω τον Δούναβι και τους αχανείς ορίζοντές του, έκθαμβος πάλι σαν τότε πού 'μουνα παιδί και αντίκρυζα πρώτη φορά τον ποταμό και τις αγαπητές, τις πανελεύθερές του πεδιάδες.
Το βαπόρι αυτό με μεταφέρει στη Ρωσσία, έτσι όπως την γνώρισα στην μικρή μου ηλικία, όταν ταξείδευα σε αυτή τη χώρα με την μητέρα μου, που κατάγεται από εκεί. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως, άλλωστε, και πολλά άλλα γεγονότα διαφόρων άλλων εποχών της ζωής μου (μεταξύ των οποίων, μερικά, έχουν για μένα υψίστη σημασία, από απόψεως απηχήσεως και αντικτύπου, και έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην διάπλασι και εξέλιξι του ψυχισμού μου), τα βλέπω ως εικόνες εναργείς, αλλά όχι ακίνητες, ούτε τελείως απομονωμένες, όπως θα ήσαν, αίφνης, μέσα σε ένα λεύκωμα, τα αντίτυπα μιας σειράς φωτογραφιών χρονολογικά ταξινομημένα. Οι εικόνες αυτές κινούνται, επικοινωνούν αναμεταξύ των και συναγελάζονται. Έχουν ένα modus vivendi και ένα status quo δικό των. Καμιά δεν περιορίζεται απολύτως, μέσα σε πλαίσια αυστηρώς καθωρισμένα. Οι σχέσεις των δεν προσδιορίζονται από ένα συνειδητό μηχανισμό. Έχουν μια αυτονομία, της οποίας η διάρθρωσις δεν ρυθμίζεται από μια επιβολή θεληματική, μα από μιαν αυτόματη και ασυνείδητη προωθητική ενέργεια, που ξεφεύγει από τον έλεγχο της συνειδητής πλευράς της προσωπικότητος, όπως συμβαίνει κατά τας προ της πλήρους εγρηγόρσεως στιγμάς της αφυπνίσεως, κατά τας στιγμάς της μέθης του ύπνου, ή, ακόμη καλλίτερα, όπως συμβαίνει στα όνειρα. Μία εικών μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχη με μίαν άλλην, μπορεί να αποτυπώνεται, ή να επικάθηται επάνω σε μια προηγουμένη, ή επομένη, χωρίς να την εξαλείφη, ή, μπορεί να δέχεται επάνω στην επιφάνειά της, μια νέα εικόνα, χωρίς να εξαφανίζεται η ίδια, όπως συμβαίνει και στις επιτυπώσεις των φωτογραφιών ή των κινηματογραφικών ταινιών.
Οι εικόνες αυτές, μπορούν βεβαίως να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό, που να αποτελή, τρόπον τινά, ένα θέμα. Όμως, σε αυτό το θέμα, δεν αποκλείεται να παρεισφρήση και κάποιος άλλος ειρμός συσχετίσεως, που εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται ξένο, ή παράσιτο στοιχείο, ενώ κατά βάθος είναι σχετικό. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκύψη ένα αμάλγαμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων, που να αποτελή μια νέα σύνθεσι, ανάλογη με εκείνη που θα παρουσίαζε μία εικών θεατρικού έργου, εις την οποίαν θα εισήρχετο και θα ελάμβανε μέρος οργανικόν εις την εκτυλισσομένη δράσι, ένα πρόσωπο άλλου θεατρικού έργου, ή ένα άλλως πως ξένο πρόσωπο, π.χ. ο Οθέλλος στην σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρος, ή εγώ στην σκηνή του μπαλκονιού, εις τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα. Τούτο δεν συμβαίνει συχνά εις την υπό τον έλεγχο της λογικής διατελούσα ποίησι ή τέχνη, συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις μας. Και θα συμβαίνη τούτο πάντοτε, όχι προς ζημίαν, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά προς μέγιστον πλουτισμόν και όφελος της ποιήσεως και των τεχνών, κάθε φορά που ένας ποιητής ή καλλιτέχνης, θα δέχεται να χρησιμοποιήση ό,τι κατά βάθος αποτελεί αυτό τούτο το γίγνεσθαι και την υπόστασι, όχι μόνο της ποιήσεως, μα και της ζωής εν γένει.
Το βαπόρι που με μεταφέρει στην Ρωσσία, αγκυροβολεί στη Σεβαστούπολι. Ύστερα από μια διαμονή ολίγων ημερών σε αυτή την ωραία πόλι της Κριμαίας, αναχωρώ για τα κτήματα που ανήκαν προ της Επαναστάσεως του 1917 στους θείους μου. Το Τσόργκουν, ένα χωριό κατοικημένο κατά το ένα ήμισυ από Τατάρους και κατά το άλλο από Ρώσσους, είναι συνυφασμένο, μέσα στη μνήμη μου, με πλήθος αναμνήσεων της παιδικής μου ηλικίας. Ακόμη και σήμερα, όταν ακούω ποδοβολητό αλόγων σε γέφυρα ξύλινη, ή τον θόρυβο που κάνουν τα σιδερένια στεφάνια μιας αμάξης επί ενός σανιδώματος γεφύρας, βλέπω μπροστά μου την παλαιά ξύλινη γέφυρα, η οποία έζευε τον μικρό ποταμό Τσόρναγια, σε ελάχιστη απόστασι από το σπίτι του θείου μου Δημήτρη, που με θερμή αγάπη και άπειρη καλωσύνη με φιλοξενούσε, οσάκις πήγαινα ως παιδί στα κτήματά του. Ανεβασμένος σε μια μεγάλη φουντωτή καρυδιά, στην όχθη του Τσόρναγια, ή σκαρφαλωμένος στα κλαδιά μιας δαμασκηνιάς, που ήτο τόσο φορτωμένη με δαμάσκηνα, ώστε ένα δυνατό τίναγμα αρκούσε για να κάμη κανείς μια πλούσια συγκομιδή, έβλεπα συχνά τα αγόρια των Τατάρων να προχωρούν γυμνά στον ποταμό, κοντά στο ξύλινο γιοφύρι, όπου τα νερά ήσαν βαθύτερα, και , εκεί, να λούζονται μαζύ με τα άλογα, παίζοντας και φωνάζοντας εκφραστικώτατες λέξεις στην γλώσσα των, εκ των οποίων πολλές μοιάζαν με τις τόσο συγκλονιστικά σαφείς άναρθρες κραυγές, που απ’ ευθείας εκπηδούν σαν εκτοξεύσεις σπέρματος μέσα από τα ορμέμφυτα και από τα σπλάχνα των ανθρώπων.
Δύο τάσεις εχαρακτήριζαν κυρίως τα παιχνίδια των αγοριών• η πολεμική και η ερωτική. Ένα παιδί κατέβρεχε ανηλεώς έναν μικρό του σύντροφο. Ένα άλλο προσπαθούσε να πετροβολήση ένα σκυλί. Ένα τρίτο ίππευε ξαφνικά ένα από τα άλογα και ορμώντας μέσα στον ποταμό, παραμέριζε τους άλλους λουομένους και εξέπεμπε φωνή θριάμβου, προσθέτοντας στην επική του δράσι, παιάνα γέλωτος γαργάρου και ύβρεων στιλπνών. Και ενώ μερικά αγόρια επάλευαν στα μαλακά χώματα, κοντά στον ποταμό, άλλα, ιστάμενα επί της όχθης, ηγωνίζοντο ποιο θα εκτοξεύση τα ούρα του εις απόστασιν μεγαλειτέραν. Άλλα πάλι, προκαλούσαν στύσεις και παρέβαλαν τα γεννητικά τους όργανα εις οξύτατον ανταγωνισμόν. Εξ αυτών μερικά κατέληγαν εις εκσπερματώσεις, δι’ ατομικών ή αμοιβαίων ψαύσεων και θωπειών, ενώ άλλα, πιο φιλικώς διακείμενα στον ρεμβασμόν, απεσύροντο σε ήσυχα και ερημικά σημεία της όχθης, όπου επεζήτουν τον κατευνασμόν, αυνανιζόμενα σιωπηρώς, ή εν μέσω αναφωνήσεων και στεναγμών, πίσω από κλάδους ή πυκνά δενδρύλλια. Τα πιο θαρραλέα και τα κάπως πιο ώριμα αγόρια, προτιμούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της πραγματικότητος, για να φθάσουν σε πληρέστερα, σε πιο ολοκληρωτικά αποτελέσματα. Αυτά άφηναν τους ομοφύλους των και προχωρούσαν σε ένα άλλο σημείο του ποταμού, όχι πολύ μακρυά από την ξύλινη γέφυρα, όπου τα νερά ήσαν πιο ρηχά και όπου ήρχοντο συχνά μικρές τατάρισσες με φουντωτά σαλβάρια και νεαρές ημίγυμνες τσιγγανοπούλες για να ποτίσουν τ’ άλογα. Εκεί όμως ανεκόπτετο η προς τα πρόσω φορά ωρισμένων αγοριών. Τα παιδιά αυτά εφοβούντο να προέλθουν σε πράξεις πιο λυσιτελείς, αλλ’ αφ’ ετέρου δεν επεθύμουν να παραιτηθούν των μυχιαιτέρων βλέψεών των, επιστρέφοντα τελείως άπρακτα, και εν τοιαύτη περιπτώσει, εζήτουν διέξοδον σε μια συμβολική μέση λύσι, περιοριζόμενα σε γαύρες επιδείξεις του πέους των εξ αποστάσεως, ραντίζοντας ενίοτε την χλόη και τον ποταμό, με αλλεπάλληλα αναβρύσματα λευκών σταγόνων. Τουναντίον, τα άλλα αγόρια που ήσαν μαχητικώτερα και πιο αποφασιστικά, ωρμούσαν χωρίς να ορρωδήσουν και προσπαθούσαν να έλθουν σε άμεση επαφή με τα κορίτσια, των οποίων τα ράκη επέτρεπαν να φαίνεται καμιά φορά το αιδοίον, ή κάποιο άλλο θέλγητρον του σώματός των, εξ εκείνων που από αμνημονεύτων χρόνων, διδασκόμεθα ότι πρέπει να καλύπτη, εν πνεύματι ενοχής, η αιδημοσύνη. Οι μικρές τατάρισσες και οι τσιγγανοπούλες, οσάκις είχαν να κάμουν με τα αγόρια που επετίθεντο, έμεναν επί τόπου και παρατηρούσαν έκθαμβες τα γεννητικά όργανα των παιδιών, με ένα κράμα λαχταριστού ενδιαφέροντος και εντρόμου περιεργείας. Οσάκις όμως είχαν να αντιμετωπίσουν τα πιο απαιτητικά και τα πιο τολμηρά αγόρια, που δεν εδίσταζαν να ορμήσουν επάνω τους, ετρέποντο εις φυγήν, σαν τρομαγμένα περιστέρια, ή έβαζαν τις φωνές, ζητώντας βοήθεια από γονείς ή διαβάτες, οι οποίοι, καταφθάνοντες, διεσκόρπιζαν τους νεαρούς κατακτητάς, με ιαχάς, πετροβολήματα και ύβρεις. Η ομαδική δράσις, δεν διηυκόλυνε όσα παιδιά επιζητούσαν την άμεσον επαφή με τα κορίτσια. Mια τέτοια προσέγγισις καθίστατο δυνατή, μόνον όταν ένα αγόρι έβγαινε δίχως συντρόφους στο κυνήγι και οσάκις συνέπιπτε να συναντά μία παιδίσκη επίσης μόνη. Τότε ο μικρός, υπακούων στη φυσική παρόρμησί του, είχε πολλές ελπίδες να επιτύχη και πράγματι, όχι σπανίως, επετύγχανε εις τας ερωτικάς του επιδιώξεις, δι’ ενεργείας συχνά υποτυπώδους, αλλά πάντοτε πλήρους πάθους, ιδίως αν βοηθούσε κάπως και μία σχετική δεκτικότης της μικρής.
Πέραν των συγκεκριμένων αυτών αναμνήσεων, συγκλίνουν σιγά-σιγά προς τον Τσόρναγια και πάμπολλες άλλες συσχετίσεις, με φόρτον συναισθηματικόν, που ασυνειδήτως συναρμολογούνται με τα εντός και εκτός των αναμνήσεών μου ευρισκόμενα στοιχεία. Οι συσχετίσεις αυτές, τείνουν να μετατρέψουν το μικρό ποτάμι του Τσόργκουν σε μεγάλο ποταμό, που διασχίζει όχι την Κριμαία, αλλά μίαν ήπειρο αυθαίρετα πλασμένη, της οποίας τα σύνορα με την αντικειμενική πραγματικότητα, αρχικώς διαγράφονται σαφώς, έπειτα γίνονται ακαθόριστα, και τέλος ενσωματώνονται, συγχωνεύονται και χάνονται, μέσα στην επικράτεια της υποκειμενικής μου ενδοχώρας, της εσωτερικής αυτής πραγματικότητος, κατά τρόπον όμοιον με αυτόν που ανακαλύπτουμε στους πολυπλόκους μηχανισμούς των ονείρων και των φαντασιώσεων.
Τα ανδραγαθήματα των μικρών τατάρων και οι ερωτικές των περιπέτειες, βρίσκουν μέσα στο νου μου ένα πεδίον συγκεντρώσεως στις όχθες του Αμούρ. Στην εκλογή αυτού του ποταμού της Σιβηρίας, συνετέλεσε το γεγονός ότι το όνομά του εις την γαλλικήν σημαίνει έρως, και το ότι ο ποταμός Αμούρ διασχίζει χώρες που κατοικούνται από μογγολικές φυλές, στις οποίες ανήκουν και οι τάταροι των παιδικών μου αναμνήσεων. Μα και η αγάπη μου για τις μακρυνές αυτές χώρες, που συμβολίζουν για μένα, άλλα αρχέτυπα αγάπης –Ρωσσία, μητέρα- (η μάνα μου είναι κατά το ήμισυ Ρωσσίς) έπαιξε ένα ρόλο πολύ σημαντικό στην εξεύρεσι αυτού του πεδίου, το οποίον, από την στιγμή που ευρέθη, αποτελεί πλέον σημείον εξορμήσεως και επιστροφής του πλήθους των συσχετίσεων που έρχονται και αποχωρούν απανωτά μέσα στο νου μου, σαν άμπωτις και πλημμυρίς.
Και ο Αμούρ ποτίζει πάντοτε την χώρα αυτή. Το έπος των μικρών τατάρων του Τσόργκουν, το διαδέχεται εδώ, καθώς αντίλαλος των ιαχών αυτών των αγοριών, αλαλαγμός μογγόλων και κοζάκων ζαπορόγων, πέρα από τις στέππες των Κιργκίζ. Τις ατέρμονες ερημικές εκτάσεις, που ενιαχού τις σκεπάζει η τούνδρα, μέσα στη φλόγα του καλοκαιριού, και αλλού τις καλύπτουν πυκνά και παμμεγέθη δάση, τις διασχίζουν τα μικρά νευρώδη ιππάρια των νομάδων και των κατακτητών, ενώ εις τον γλαυκόν αιθέρα, ταξειδεύουν ακοίμητοι και έτοιμοι πάντοτε να επιτεθούν, γύπες και αετοί από τα Αλτάϊα και τα Ιαβλονόϊα όρη, κουρσεύοντας στο διάβα των την πανίδα των υψιπέδων. Αίφνης ένας ήχος οξύς σαν διαπεραστική κραυγή ξεσχίζει τον αέρα. Τούτη τη φορά δεν προέρχεται από ζώο που το χτύπησαν θανάσιμα τα νύχια και το ράμφος ενός αρπακτικού. Μία τολύπη σκάει στον ορίζοντα και ευθύς την ακολουθούν και άλλες πολλές, αμέτρητες –τόσες που σχηματίζουν ένα σύννεφο, που το σπρώχνει και το κατευθύνει η φορά του ανέμου. Μία βοή υπόκωφη πλησιάζει και ένας γδούπος ακούεται σαν να διαβαίνη μια αγέλη από μαμούθ, ή από γιγαντιαία ελάφια του τεταρτογενούς. Έτσι περνά ο Υπερσιβηρικός, ο χαλύβδινος ρήγας της Ασίας.
Και ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέη, ποτίζοντας όχι μόνο τις χώρες που διασχίζει, από τα Ιαβλονόϊα όρη μέχρι των εκβολών του στην Οχοτσκική, μα και ολόκληρη την ενδοχώρα εις την οποίαν εισεχώρησε και που ένα μικρό της μόνον μέρος περιέχουν οι σελίδες τούτες.
Και είναι για μένα πάντοτε ο Αμούρ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως.
Προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύωνται πάλι πάντοτε από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας, και σχετικά και άσχετα με τις συνειδητές βουλές μας. Στις όχθες του, θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύωνται, θα θρηνούν και θα αγάλλωνται, θα διψούν και θα δροσίζωνται, όσοι από μας λέγουν το ναι, και όσοι από μας λέγουν το όχι.
Είπα πάντοτε Ναι. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέη ο Αμούρ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες, όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη την δύναμι των πνευμόνων μου:
«Αμούρ! Αμούρ!»
JUNGFRAU Ή Η ΗΧΩ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ
Στον Αντώνη Βουσβούνη
Οι άνθρωποι των ορέων κατήρχοντο στις πεδιάδες. Το Κουλμ, το Ρίγκι-Κουλμ, το Άλπενμπεργκ και το Σουβρέττα, είχαν αδειάσει. Τα χιόνια στο Μυνχ, στο Γιούγκφραου και στο Άϊγκερ, όπως στο Μάττερχορν και στον Γοτθάρδο, όπως σε όλες τις κορφές της Εγκαντίνας, ερρόδιζαν το πρωί και ερρόδιζαν και το βράδυ. Αλλά η σαιζόν είχε τελειώσει, και τα βουνά, ξελαφρωμένα από το πλήθος των παραθεριστών, ανέπνεαν τώρα ελεύθερα.
Εγώ είχα μείνει τελευταίος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να μείνω τούτη τη χρονιά μοναχός μέσ’ στα όρη, ή να κατέλθω και εγώ στις πεδιάδες ;
Εδίσταζα.
Δεν ήτο εύκολο να πάρω μίαν απόφασι αμέσως.
Κάθε τόσο, εδώ και εκεί, στην ερημιά, πέφταν χιονοστιβάδες. Μέσα στην άκρα σιωπή του Αλπικού τοπείου, το κύλισμα της κάθε μιας ηκούετο σαν μακρυνή βροντή, ή σαν βήμα βαρύ γιγάντων.
Όπως οι πεδιάδες, έτσι και τα βουνά, έχουν την γοητείαν των, έχουν τα μυστικά των. Απόδειξις – η έλξις η ακατανίκητη των κορυφών. Απόδειξις – οι τάφοι των αλπινιστών. Απόδειξις – η απαλότητα του εντελβάϊς, μέσ’ στην τραχύτητα των υψηλών τιτάνων.
Ναι! Ναι! Η γοητεία των κορυφών!
Μα έχουν και οι πεδιάδες την ιδική των γοητείαν. Η άπλα η απέραντη των κάμπων. Το κύμα το πράσινο ή το ξανθό των αχανών σιτοβολώνων. Η θριαμβευτική πορεία των ποταμών. Το μυστήριο των μυστικών περιβολιών. Η αίγλη μιας πόλεως που λιάζεται στον ήλιο. Μια ξαφνική επέλασις αγρίων ίππων. Όλα τα άνθη της πραιρίας.
Δεν ήξερα τι να διαλέξω.
Η θέσις μου ήτο δύσκολη, πολύ δύσκολη.
Τότε απεφάσισα να παίξω το ευγενικό παιχνίδι της ηχούς. Αν η ηχώ ήτο μονή , θα κατέβαινα και εγώ στις πεδιάδες. Αν ήτο διπλή, ή τριπλή, θα έμενα στα όρη, ή μάλλον με τα όρη.
Έμπηξα λοιπόν το άλπενστόκ μου μέσ’ στο χώμα, έβαλα τις παλάμες μου σε σχήμα χωνιού στο στόμα και έκραξα:
«Τυμφρηστός!»
Τότε συνέβη κάτι, που ποτέ δεν θα ξεχάσω.
Απέναντί μου, μέσα στην άκρα σιωπή, επρόβαλε μια κόρη με μακριές ξανθές πλεξούδες, με κάτασπρη μπλούζα και καταπράσινη φούστα, και βάζοντας και αυτή τα χέρια της γύρω στο στόμα, απήντησε τρεις φορές, με παρατεταμένη, καθαρή φωνή:
«Jungfrau…Jungfrau…Jungfrau…»
Έτσι, εκείνη τη χρονιά, παρέμεινα στο όρη.
Από την Οκτάνα , 1980
ΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ
Σε ωρισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακροκεραύνια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασσα και αναγαλλιάζει. Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πετούν τον Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω από την πόλι, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βουνών οι αετοί .Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους χάρτινους κομήτες με τις μακρυές ουρές. Ουράνιοι δράκοι πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέωμα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Είναι η ώρα κάτασπρη• η έκστασις γαλάζια. Η πόλις αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα, από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
ΤΟΥ ΑΙΓΑΓΡΟΥ
Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάη. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμά του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω απ’ το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε κάθε σάλεμά του, βαριά και μεγαλόπρεπα κουνιέται.
Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρειές καδένες.
Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει μία μυριόστομη κραυγή ανθρώπων πνευστιώντων.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρής και να μας σώσης».
Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Όμως δεν νοιάζεται καθόλου για όλου του κάτω κόσμου την βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του, και όλο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν σε στιγμές οχείας.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθής και να μας σώσης. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θάσαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη θα σου προσφέρουμε πλούσια ταγή και όλα τα πιο ακριβά μανάρια μας… Για δες!»
Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
Ο Αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, υψώνει το κεφάλι του και αφήνει μέγα βέλασμα, που αντηχεί επάνω και πέρα απ’ τα φαράγγια σαν γέλιο λαγαρό, και μονομιάς, με πήδημα γοργό, σαν βέλος θεόρατο ή σαν διάττων, ακόμη πιιο ψηλά πετιέται.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσης του κάμπου τα κατσίκια; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παρά πάνω, κάτι που, μα τον Θεό, δεν ήκμασε ποτέ κάτω στους κάμπους – έχεις εδώ την Λευτεριά!
Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος Σολωμός ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος, ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα ήθελε όλα κ’ έκρυβε μέσα του, βαθιά, μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα, ο μέγας ταγός ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα, ο εκ του Ευξείνου ποιητής ο Βάρναλης ο Κώστας , αι βάτοι αι φλεγόμεναι, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, ο Οδυσσεύς Ελύτης, που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινός και αποσπερίτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, αυτοί και λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάη ο κάμπος, δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς τους κάμπους ! Τι να τους κάνης: Ο ήλιος εδώ, κάθε πρωί, σηκώνεται ανάμεσα στα κέρατά σου! Στα μάτια σου λάμπουν οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο άσβηστος του Δία, κάθε φορά που σπέρνεις εδώ, στα θηλυκά σου, την ένδοξη και απέθαντη γενιά σου!
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου, που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.
ΟΙ ΜΠΕΑΤΟΙ ή ΤΗΣ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΟΙ ΑΓΙΟΙ
Απεκρίθησαν Σιδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, λέγοντες τω βασιλεί Ναβουχοδονόσορ. «…γνωστον έστω σοι, βασιλεύ, ότι τοις θεοίς σοι ου λατρεύομεν, και τη εικόνι τη χρυσή, η έστησας,ου προσκυνούμεν».Τότε ο Ναβουχοδονόσορ επλήσθη θυμού … και άνδρας ισχυρούς ισχύι είπε πεδήσαντας τον Σιδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ εμβαλείν εις την κάμινον την καιομένην … Και οι τρεις ούτοι… έπεσον εν μέσω της καμίνου…Και διεχέετο η φλοξ επάνω της καμίνου επί πήχεις τεσσαράκοντα εννέα• και διώδευσε και ενεπύρισεν ους εύρε περί την κάμινον των Χαλδαίων. Ο δε Άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον, και εξετίναξε την φλόγα του πυρός της καμίνου…ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον, και ουχ ήψατο αυτών το καθόλου το πυρ… Τότε οι τρεις, ως εξ ενός στόματος ύμνουν και ηυλόγουν και εδόξαζον τον Θεόν εν τη καμίνω…
ΔΑΝΙΗΛ
Ο Αζαρίας , ο Ανανίας και ο Μισαήλ , ο Κερουάκ , ο Γκίνσμπεργκ και ο Κόρσο καθώς και προ αυτών ο μέγας πυρσός Ανδρέας Μπρετόν και η πλειάς του, και προ αυτών ακόμη ο κύκνος του Μοντεβιδέο Ισίδωρος Ducasse , ο Arthur Rimbaud , ο Raymond Roussel , ο Alfred Jarry και ωρισμένοι άλλοι , ως ο Henry Michaux και εκτός αυτών και άλλων εθνών εκπρόσωποι και τηλαυγείς αστέρες , όπως
Ο William Blake
O Shelley
O Poe και ο Χέρμαν Μέλβιλ
Ο David Thoreau
O Henry Miller
Και εκείνος ο μέγας ποταμός όμοιος με δρυ βασιλική ψηλός Walt Whitman
Ο Έγελος
Ο Κίρκεγκαρντ
Ο Λέων Τολστόη, κόσμος και ήλιος θερμουργός, πατήρ θεών και ανθρώπων
Ο Sigmund Freud
Ο Άγγελος Σικελιανός
Ο Αρίσταρχος των ηδονών και ο Κ.Π.Καβάφης
Ο Μαρξ
Ο Λένιν
Ο Κροπότκιν
Ο Μπακούνιν
Ο Böhme
O Νiτσε
O Victor Hugo
O Μωάμεθ
Ο Ιησούς Χριστός
Και ακόμη προ ολίγων ετών οι Essenin, Μαγιακόβσκη, Block (και θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλους) ως παίδες εν τη καμίνω – έκαστος στην ιδική του γλώσσα – έστω και αν όλοι δεν συμφωνούσαν μεταξύ των , άπαντες , εν τη καμίνω έψαλλαν και σήμερον ακόμη ψάλλουν,με λόγια που μεθερμηνευόμενα - όχι από τους ορθολογιστάς – το ίδιο νόημα, κατά βάθος, έχουν, απαράλλακτα όπως οι συγγενικές – τουτέστιν οι από τα ίδια καύσιμα – φωτιές, όπου και αν καίνε, την ίδια φλόγα κάνουν. Και οι παίδες εξακολουθούν την μέρα και την νύκτα, (όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, μεσ’ στις ψυχές σας σκύβοντας θα τους ακούστε) οι τίμιοι παίδες εξακολουθούν να ψάλλουν. Και ενώ οι φλόγες της πυράς, περιδινούμεναι γύρω από τα σώματά των (ω Ιωάννα ντ’ Αρκ! ω Αθανάση Διάκο!), με κόκκινες ανταύγειες φωτίζουν τα κτίσματα των Βαβυλώνων, των παλαιών και τωρινών και τις μορφές των Ναβουχοδονοσόρων, απ’ την λερή την άσφαλτο των λεωφόρων (lâchez tout, partez sur les routes) και απ’ τις σκιές των σκοτεινών παρόδων, από τα έγκατα της γης και από τα μύχια της ψυχής, από τους κήπους με τα γιασεμιά και τους υακίνθους και από τα βάθη των δοχείων που τα δυσώδη απορρίμματα περιέχουν (lâchez tout, partez sur les routes), απ’ τις κραυγές του γλυκασμού των συνουσιαζομένων και από τους στεναγμούς της ηδονής των αυνανιζομένων, απ’ των τρελών τις άναρθρες φωνές και απ’ των βαρέων καημών τις στοναχές, ως λάβα ζεστή, ή ως σάλπιγξ μιας αενάου παρουσίας, μα προ παντός ως σπέρμα, ως σπέρμα ορμητικόν εν ευφροσύνη αναβλύζον, αναπηδούν και ανέρχονται στον ουρανόν (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) με μάτια εστραμμένα προς τα επάνω, άκαυτοι και άφθαρτοι εις τον αιώνα, μπεάτοι και προφητικοί (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!),ερωτικοί, υψιτενείς, μεμουσωμένοι, και τώρα και πάντα (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) με συνοδείαν των αγγέλων, και τώρα και πάντα, τον ερχομό και την ανάγκη (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) τον ερχομό και την ανάγκη των νέων Παραδείσων ψάλλουν!
ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ
Πίσω και γύρω από τους αθανάτους των ερήμων και των περιβολιών, τα θνητά φυτά και οι άνθρωποι ζουν και υπάρχουν. Ο ουρανός είναι απύθμενος και η θάλασσα πανδέγμων. Οι άνθρωποι και τα φυτά ζουν την ζωήν των. Εκ πρώτης όψεως, τα πάντα φαίνονται αλλοπρόσαλλα, όμως μια πιο προσεκτική θεώρησις του συνόλου καταδεικνύει στα έκθαμβα μάτια των παρατηρητών ότι παντού υπάρχει μία καταπληκτική συνέπεια, μία δομή, μία αρχιτεκτονική – όχι όμως της επιστήμης, ή του ορθολογισμού, όπως εις τας λιθοδομάς, ή τα άλλα κτίσματα, μα που αποτελεί την κατά ποικίλα διαστήματα προσωρινήν όψιν μιας αείποτε εκτυλισσομένης εντελεχείας, μιας αείποτε πολλαπλασιαζομένης διαρθρώσεως και επικοινωνίας, ενός αείποτε τελουμένου μυστηρίου, που άλλοι το ονομάζουν Κόσμον, άλλοι Χάος , ή Αρμονίαν και άλλοι Θεού σοφίαν.
Μέσα εις αυτήν την απέραντον μεγαλοσύνην και τα μικρά και τα παραμικρά έχουν την πλήρη σημασίαν των και την ανυπολόγιστον βαρύτητά των. Και εντός της αδιαλείπτου παρουσίας του αναμφισβητήτου αυτού συνόλου των μικρών και τεραστίων, των ορατών και αοράτων, των λογικών και των αλόγων, οπίσω και γύρω από τους αθανάτους, που φύονται εις τους κρημνούς και ζουν τόσον εις τας ερήμους όσον και εις τας πόλεις, τα θνητά φυτά, τα ζώα και ημείς οι άνθρωποι, όλοι μαζί, εντός και πέραν του ατομικού, παρά τον θάνατον, εις αιώνα τον άπαντα υπάρχοντες ακμάζομεν.
ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ
Όταν διά της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών οροπεδίων και προ παντός μέσ’ στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή, ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιας ελεεινής, μιας αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν, πλήρες παραδειγμάτων προς αποφυγήν. Εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μαλλον θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και ανιαρά, ίσως μετά από μίαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.
Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας. Είναι μακράν ακόμη η εποχή, ώστε από τούδε να τας γνωρίζωμεν καταλεπτώς, ή «a priori». Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως – και θα έπρεπε να ενδιαφέρη όλους – είναι ότι η Νέα Πόλις θα ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν, οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες και «ταυ», μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά, ή αστικά), πνίγοντες και πνιγόμενοι, να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι΄ μα θα κτισθή απ’ όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι, έχοντες εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το αστράπτον φως της αντισοφιστείας – τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας – παύσουν στα αίματα και στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις – μά τον Θεό, ή τους Θεούς – τελείως ελεύθερα ν΄ ανθίσουν.
Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή ΝέΚαι τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: «Μα τι θα πη Οκτάνα ;»
Δίκαιον το ερώτημα και η απάντησις θα έλθη γρήγορα. Όμως διά να γίνη πλήρως νοητή, ρίξετε πρώτα μέσα σας μια καλή ματιά και ευθύς μετά ρίξετε άλλη μία τριγύρω σας δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Έπειτα κλείστε τα μάτια σας για μια στιγμή και ανοίξτε τα αποτόμως, ανοίγοντας διάπλατα και τις ψυχές σας. Η απάντησις θα βρίσκεται μπροστά σας, όχι μονάχα νοητή, μα και απτή – σώμα περικαλλές και έμψυχον και σφύζον.
Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν:
Οκτάνα , φίλοι μου, θα πη μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πη πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πη η ενόρασις και η διαίσθησις εκείνη, που επιτρέπουν σωστά να νοιώθης, να καταλαβαίνης όλην την αγωνίαν των αλγούντων, τα λόγια τα συμβολικά του Ιησού, όλην την σκέψιν των αθέων, τας αστραπάς των προφητών και όλην την σημασίαν των τηλαυγών εκλάμψεων του Ζαραθούστρα.
Οκτάνα θα πη (χωρίς να περιφρονούμε του γήρατος την σοφίαν) θα πη πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας εποχάς του βίου, διότι άνευ αυτής και η πιο χρυσή νεότης γρήγορα στάχτη γίνεται και χάνεται και φεύγει και μένει στη θέσι της η θλίψις, η άνευ ελπίδων μεταμέλεια και η στυγνή ρυτίς.
Οκτάνα θα πη εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει βεβαιότητι Αδάμ–συν-Εύα.
Οκτάνα θα πη οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ’ άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον.
Οκτάνα θα πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ, χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης εννοίας κακού, με ελευθέραν εις πάσαν περίπτωσιν παντού και την αιμομιξίαν.
Οκτάνα θα πη απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πη διατήρησις επαφής και στα απώτερα σημεία των εξελίξεων με πάσαν πηγήν που όντως αποτελεί των αρχετύπων της ζωής ιερή μια νερομάνα.
Οκτάνα θα πη παν ότι μάχεται τον θάνατον και την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει.
Οκτάνα θα πη αληθινή ελευθερία και όχι εκείνη η φοβερά ειρωνεία, να λέγεται ελευθερία ό,τι χωρεί ή ό,τι εναπομένει στα ελάχιστα περιθώρια που αφήνουν στους ανθρώπους οι απάνθρωποι νόμοι των περιδεών και των τυφλών ή ηλιθίων.
Οκτάνα θα πη , όχι πολιτικής, μια ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς Ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου, διότι αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέση διά της κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας τάξεις και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση επιτέλους!
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πη αγάπη.
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πη η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα.
Οκτάνα θα πη μη συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την βίαν.
Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.
Ιδού με ολίγα λόγια, αλλά σαφή, ιδού τι θα πη, φίλοι μου, Οκτάνα.
Και τώρα θα προσθέσω:
Όσοι από σας πια βαρεθήκατε στον κόσμο αυτόν τον άδικον και τον βλακώδη να άγεσθε και να φέρεσθε από τους ψεύτες, από τους σοφιστάς και λαοπλάνους, όσοι πια βαρεθήκατε οι δεσμοφύλακές σας σαν τόπια ταλαίπωρα να σας εξαποστέλλουν εις τον Καϊάφα και πριν απ’ αυτόν στον Άννα, προσμένοντας να έλθη η Ώρα η χρυσαυγής, η πολυύμνητος και ευλογημένη, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, όσοι την σημερινήν ελεεινήν πραγματικότητα να αλλάξετε ποθείτε, προσμένοντας να έλθη η Ώρα, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε και ως ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί, νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια ψυχή, με μια φωνή – ΟΚΤΑΝΑ!
α Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα.
ΔΥΟ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ GIORGIO DE CHIRICO
Δύο άλογα λυρικά, δύο άλογα στυτικά και μέσα στις ψυχές των πλαστικά, δύο άλογα ολοζώντανα και ωστόσο σαν αγαλματένια, δύο άλογα με χαίτες μακριές και με ακόμη πιο μακριές και φουντωτές ουρές – το ένα λευκό (δεξιά) και το άλλο μαύρο (αριστερά) – στέκουν γεμίζοντας το πρώτο πλάνο (το σκούρο, με τα τέσσερα πόδια του στυλωμένα στο έδαφος, και το άσπρο, με το ένα μπροστινό του πόδι σηκωμένο στον αέρα) μπροστά σε μια θάλασσα προκλητική και επίμονη, που σχεδόν εγγίζει, σχεδόν γλείφει τις οπλές των. Τα δύο άλογα φαίνονται ξαφνιασμένα και μοιάζουν σαν να είχαν μαρμαρώσει ξαφνικά, πριν σβήση, πριν ανακοπή, η κατ’ ανάγκην συγκρατημένη τώρα, μα ωστόσο παρούσα πάντοτε, ορμή των.
Στο βάθος, πίσω από μιαν έκτασι πεδινή και ίσως τελματώδη, υψώνεται ένας λόφος με κτίσματα αρχαϊκά. Ποιος ξέρει; Ίσως να έφυγαν τα δύο άλογα εθελουσίως από τα κτίσματα του λόφου. Ίσως να έφυγαν διωγμένα από τους απαισίους κατοίκους, που δεν κατάλαβαν ποτέ μήτε τους πόθους των, μήτε την ομορφιά των. Έτσι που στέκουν τώρα εκεί, μοιάζουν να έχουν σταματήσει εμπρός σε απροσπέλαστο φραγμό, στον φραγμό που βάζει η θάλασσα μπροστά των, στο φράγμα που τόσο συχνά θέτει η πραγματικότητα σε πόθους παμμεγίστους, που όσο πιο ανικανοποίητοι μένουν, αλλά τόσο γεννούν, τρέφουν και διατηρούν ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου μέλλοντος, την νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκημένο δημιουργεί, την νοσταλγία που βλέπουμε τόσο συχνά στα μάτια μιας ρεμβαζούσης γυναικός, ή μιας ονειροπόλου κόρης, όταν ο ίμερος φουσκώνει τα μεστά, και τα ελαφρά ή τα βαριά και τα μπουμπούκια ακόμη στήθη.
Έτσι και οι δύο πώλοι, καίτοι ξαφνιασμένοι στο αθέλητο σταμάτημά των εμπρός στη θάλασσα, έχουν και οι δύο μιαν νοσταλγίαν φανερή στην εκφρασί των, ανάλογα μεγάλη με την μεγάλη δυσκολία που δημιουργεί μπροστά των ο γιαλός, η τάφρος, η αδιάβατη σε αυτούς, που είναι όλο στύσις, όλο σκίρτημα και ώσις, σε αυτούς που θάθελαν (ω, πώς!) να τρέξουν, να πετάξουν, να οχεύσουν, σε αυτούς τους δύο αγγέλους, που η μοίρα εναντιωμένη, ή ένας ζηλότυπος θεός θέλησε να τους παρεμποδίση να ολοκληρώσουν εν ευτυχία την ζωήν των.
Έτσι λοιπόν τ’ άλογα αυτά, τα στυτικά, τα αφαντάστως πλαστικά, είναι και θα μείνουν πάντοτε άλογα, ίπποι, άγγελοι, πώλοι επιβήτορες νοσταλγικοί και ονειροπαρμένοι. Και τώρα, ό,τι και αν γίνη δεν θα επιστρέψουν πια ποτέ στα κτίσματα του λόφου. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού δεν είναι δυνατόν να πάνε πίσω, να ζήσουν με τους κακούς, με τους κουτούς, με τους αναίσθητους ανθρώπους. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού η θάλασσα δεν τους αφήνει να πάνε πάρα πέρα, όπως το μαρτυρεί και η κομμένη κεφαλή ενός άλλου αλόγου που κείται κοντά τους, ενός αλόγου που η θάλασσα το εκαρατόμησε, γιατί προσπάθησε να την νικήση.
Θα μείνουν λοιπόν εδώ, εις τους αιώνας, άλογα όρθια, στύσεις ολόσωμες αποκρυσταλλωμένες, στύσεις ατελείωτες, μπροστά στην θάλασσα μαρμαρωμένες, στην θάλασσα, που ενώ την λένε των πάντων δεκτική, δεν θέλει ωστόσο να δεχθή τον οίστρον των, την ρώμην των και τα ζεστό των σπέρμα.Θα μείνουν λοιπόν εδώ, στην έρημη ακρογιαλιά, την μέρα και την νύκτα, και όταν θα καίη το λιοπύρι στις ανέφελες αιθρίες και όταν θα δέρνουν τις ακτές οι τρικυμίες, όρθια πάντοτε, πάντοτε στητά, πάντοτε σφύζοντα και πλήρη πάθους και ό,τι κι αν λεν γι’ αυτά, ό,τι κι αν κάνουν, όρθια πάντοτε και υπερήφανα, οντότητες μαγικές, υπερπραγματικές, αγάλματα ολοζώντανα πόθων ανέσπερων θα μείνουν – άλογα, πώλοι, άγγελοι εις τους αιώνας των αιώνων.
Από το Αργώ ή Πλους αεροστάτου , 1980
Αι τελευταίαι προετοιμασίαι είχαν συμπληρωθή και η ογκώδης, ολοστρόγγυλη και πλήρης υδρογόνου σφαίρα, προσδεδεμένη σε μίαν δωδεκάδα σχοινίων, επί ενός αναπεπταμένου πεδίου, πλησίον των προαστείων της πρωτευούσης, ανέμενε την ώραν της απογειώσεως.
Πλήθος μέγα περιεστοίχιζε το αερόστατον, και ηκούοντο πανταχόθεν πολύτονες αναφωνήσεις, που σκάζαν κάθε τόσον, σαν ώριμα μπουμπούκια υπό την επήρειαν ηλίου φλογερού. Συνωθούμενοι μεταξύ των αναριθμήτων θεατών, πολλοί μικροπωληταί διελάλουν και προσέφεραν αντί ευτελούς αντιτίμου, διαφόρους κονκάρδας και ταχυδρομικά δελτάρια, εικονίζοντα το αερόστατον, ή τους αεροναύτας, ή το αερόστατον μαζύ με τους αεροναύτας, καθώς και άλλα δελτάρια, εικονίζοντα τον αθλοθέτην του μεγαλειτέρου αεροπλοϊκού επάθλου, τον αμερικανόν Γκόρντον Μπέννετ, ως και ταχυδρομικά δελτάρια εικονίζοντα τον πρόεδρον της Δημοκρατίας της Κολομβίας.
Εις τα κράσπεδα της μεγάλης κοσμοσυρροής, ολίγοι πλανόδιοι μουσικοί και σαλτιμπάγκοι, προσεπάθουν να ελκύσουν την προσοχήν των ακραίων θεατών, με άσματα, ή με ταχυδακτυλουργικάς και ακροβατικάς επιδείξεις. Ουδείς όμως παρηκολούθει τους πλανοδίους αυτούς καλλιτέχνας, παρ΄ όλον ότι, τινές εξ’ αυτών, δεν εστερούντο ποιητικότητος και ταλέντου, διότι, και οι πλέον μεμακρυσμένοι από το κέντρον της συναθροίσεως, είχαν την προσοχήν των εστραμμένην προς την τεραστίαν σφαίραν, ήτις διεκρίνετο από παντού. Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μια ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίαν νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή, ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν δε, ενώ περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέρα, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριον σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.
Ενώ ταύτα ελάμβανον χώραν επί του ανάπεπταμένου πεδίου, οι αεροναύται (τρεις εν όλω), φέροντες ειδικάς στολάς εξ αδιαβρόχου υφάσματος, εξήταζαν διά τελευταίαν φοράν την λέμβον και απαντούσαν εις τας ερωτήσεις των ανταποκριτών των εφημερίδων. Όσοι μεταξύ των παρευρισκομένων ήσαν καλλίτερα πληροφορημένοι, θα ηδύναντο να αναγνωρίσουν αμέσως τους αεροναύτας, όχι μόνον από τας ενδυμασίας των, αλλά και από τα χαρακτηριστικά των, διότι είχε δημοσιεύσει επανειλημμένως ο παγκόσμιος τύπος, τόσον ο ημερήσιος όσον και ο περιοδικός, τας φωτογραφίας των, αναφερόμενος εις την εξέχουσαν προσωπικότητα ενός εκάστου και εις την διακεκριμένην και ενίοτε ηρωικήν των δράσιν. Ο πρώτος εξ΄ αυτών, ήτο ο Άγγλος λόρδος, Ώλμπερνον, καθηγητής της αστρονομίας εις το πανεπιστήμιον του Εδιμβούργου, και συγγραφεύς πολλών επιστημονικών έργων περί των ουρανίων σωμάτων, εκ των οποίων δύο, εθεωρούντο ήδη ως συγγράμματα κλασσικά.
Ο δεύτερος, ήτο ο πρώην αντισυνταγματάρχης του γαλλικού στρατού, Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ, εξερευνητής της Κεντρώας Αφρικής και συγγενής ενός εκ των ηρώων του επεισοδίου της Φασόδα. Ο τρίτος, ένας άνδρας γιγαντιαίου αναστήματος, με μακράν ξανθήν γενειάδα και διαυγέστατα γαλάζια μάτια, ήτο ο Ρώσσος ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ, πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Γεωγραφικής Εταιρείας της Πετρουπόλεως και εις εκ των ελαχίστων, εν Ρωσσία, πνευματικών φίλων του Ισλάμ.
Η πελωρία σφαίρα εταλαντεύετο ως μέγα εναέριον κήτος υπεράνω των κεφαλών του πλήθους και όλος ο κόσμος έκαμνε προβλέψεις. Ο καιρός ήτο αίθριος. Μόνον εις ελάχιστα σημεία του ουρανού, ολίγα ελαφρότατα νέφη, έμοιαζαν να περιμένουν και αυτά την ανύψωσιν του μπαλλονίου, σαν μικρά σκάφη πλοηγών που αναμένουν υπ’ ατμόν επικειμένην αναχώρησιν ογκώδους ατμοπλοίου. Τέλος κατέφθασε και ο δήμαρχος της πρωτευούσης, όστις, αφού εξεφώνησε λογύδριον πλήρες εμφάσεως και στόμφου, ενεχείρισε εις τους τρεις αεροναύτας πιστοποιητικά της εγγραφής των, τιμής ένεκεν, ως πολιτών της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, εις τα μητρώα της πόλεως. Κατόπιν, τιθέμενος εις το πλευρόν των τριών αεροναυτών, ο δήμαρχος απεκρυσταλλώθη μαζύ των εις οριστικήν στάσιν, ενώπιον μιας προ ολίγου μόλις στηθείσης επί τρίποδος φωτογραφικής μηχανής. Ο δήμαρχος, όστις ήτο ανήρ εξαιρετικά μικρού αναστήματος και φαλακρός, παρουσίαζε οξυτάτην αντίθεσιν πλησίον των τριών αεροναυτών, ιδίως εν συγκρίσει με τον Βλαδίμηρον Βιερχόυ, προ του οποίου εστάθη. Ο αγαθός ναύαρχος, αντιληφθείς την γελοίαν θέσιν του Κολομβιανού επισήμου, έκαμε εν πλάγιον βήμα προς τα εμπρός και έλαβε θέσιν δίπλα του, διά να αμβλύνη κάπως την οξείαν και αυτόχρημα κωμικήν αντίθεσιν. Αλλά το μόνον που επέτυχε, ήτο να τον θέση τοιουτοτρόπως, άθελά του, εις έτι γελοιωδεστέραν θέσιν. Το πλήθος παρ’ ολίγο να εκσπάση εις γέλωτας, αντιλαμβανόμενον όμως, ότι, ούτω, θα διεπόμπευε εν τω προσώπω του δημάρχου ολόκληρον τον πληθυσμόν της πρωτευούσης, συνεκρατήθη μεν, αλλά μετά μεγίστης δυσκολίας.
Ο φωτογράφος έκυψε υπό το μαύρο πανί της φωτογραφικής συσκευής, και ήρχισε να περιστρέφη τον ρυθμίζοντα την απόστασιν κοχλίαν. Έπειτα, προβάλλων κατέρυθρος κάτω από το πανί, ωρθώθη εκ νέου και εζήτησεν απόλυτον ακινησίαν. Οι φωτογραφιζόμενοι συνεμορφώθησαν αμέσως΄ ο λόρδος Ώλμπερνον, με το βλέμμα του επί του έναντι ισταμένου, μεταξύ των επισήμων θεατών Πέντρο Ραμίρεθ΄ ο Λαρύ- Νανσύ επί του στήθους μιας ωραίας μοιχαλίδος, που εστέκετο εις το πλευρόν του καθηγητού της ιστορίας, ενώ ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ, αγκάλιαζε, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, ολόκληρο το πλήθος. Με μίαν απότομον αλλά συνάμα χαρίεσσαν κίνησιν της χειρός του, ο φωτογράφος αφήρεσε το εσωτερικώς βελούδινον και εξωτερικώς δερμάτινον κάλυμμα του προεξέχοντος εν είδει πέους ή τηλεβόλου φακού και εμέτρησε, γεγωνυία τη φωνή, κρατών το πώμα εις τον αέρα τελετουργικώς: «Ένα…δύο…τρία…». Κατά τα ολίγα αυτά δευτερόλεπτα, εγένετο άκρα σιωπή πέριξ της πελωρίας σφαίρας, εντός της οποίας, οι προφερόμενοι αριθμοί, έπιπταν από τα χείλη του εξ επαγγέλματος φωτογράφου, σαν ξόρκια παραδόξου μαγγανείας, ή σαν χρησμοί λακωνικοί, μπηχτοί, αρσενικής Πυθίας, ενώπιον κατεχομένου από αγωνίαν ακροατηρίου. Πριν, όμως, προφέρη ο φωτογράφος τον τελευταίον αριθμόν της πόζας, μία κραυγή που εξεπήδησε από το στόμα μιας δεκαπενταέτιδος κόρης πελιδνοτάτης, που εστέκετο πλησίον της ωραίας μοιχαλίδος και του υψηλού Ντον Πέντρο, εξέσχισε την σιωπήν και ετάραξε τα βάθη της μέχρι του απωτάτου σημείου της κοσμοσυρροής.
«Θεέ!…Μη τους σκοτώσετε…Μη τους σκοτώσετε…Είναι αθώοι!…» εφώναξε η ωχρά νεάνις και κατέπεσε σφαδάζουσα επί του εδάφους.
Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθές
1984
Δεν λησμονώ ποτέ τον Λέοντα Τολστόϊ
Τον πρώτο δάσκαλό μου
Επάνω από τα κύματα των επελάσεων
Μέσα στα θρύψαλα της καθημερινής ζωής
Και στις ανατινάξεις των οπτασιών και των ονείρων
Μέσα στο άγχος των πολέμων –ευτυχώς-
Των αρχαγγέλων ο εσμός.
Ειρήνη ειρήνη και πυκνά πλεμάτια
Κατά του στίφους των ακρίδων
Κατά του πλήθους των σκορπιών και των ερίδων
Η χαίτη της καθεμιάς βουίζει
Και δάσος πλήρες από έντομα γιγάντια
Κ’ αίφνης οι πίδακες των ιδικών μας απαντήσεων
Με την ευχή της μάνας μας
Ενάντια στα μαχαίρια των πογκρόμ
Ενάντια στα κνούτα της Οχράνα
Με τις κραυγές που απ' τις ψυχές μας ξεπετιούνται
Για την κλοπή των ινδαλμάτων
Για την καταβαράθρωσι των οραμάτων
Για εκείνο το χνούδι των παιδιών που σαν ψιμύθιον διεσκορπίσθη
Με όλα τ’ αρώματα και την χρυσή βροχή του σίτου
Μπρος στα χαντάκια των φρουρών και των δημίων
Μπρος στα καλάθια που άδεια απόμειναν στον ήλιο.
Ειρήνη ειρήνη το φιορίνι ας χαθή
Κρωγμοί γυπών να μην ακούωνται πλέον
Στους κήπους τα μικρά παιδιά να παίζουν
Αμέριμνα πασίχαρα δοσμένα
Στους θρύλους των καλών καιρών που φέρνουν
Των ενορμήσεων την ευλογίαν
Σε ξέσπασμα αγαλλιάσεως που σημαίνει
Ειρήνη ειρήνη με τον φλόκο της Ειρήνης
Μέσα σε φως απίστευτο να πλαταγίζη
Με την οκτάπηχη την λόγχη μας μπηγμένη
Κατάστηθα στο στήθος των πολέμων
Αγάπη αγάπη θρόϊσμα βαθύφυλλο του Πάνα
Λέων Τολστόϊ βελανιδιά τετράψηλη προφητική
Στη Γιάσναγια Πολιάνα.
Από το Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μία πόλι , 1985
Και όπως προκειμένου περί του αδάμαντος, πλησιάζοντες εις τους οφθαλμούς μας τον πολύεδρον κρύσταλλον, δυνάμεθα τότε μόνον να συλλάβωμεν την πλήρη αξίαν και καλλονήν του, διά της υπό των οφθαλμών και άλλων εισέτι αισθήσεων επιτρεπομένης κατανοήσεως της συγκροτήσεως του συνόλου του πολυτίμου λίθου, έτσι, νομίζω, ότι προκειμένου περί μιας πόλεως και της ζωής της, διά να κατανοήσωμεν και να απολαύσωμεν τας ιδιομορφίας της και την ιδιαιτέραν γεύσιν της, πρέπει όχι μόνον να βλέπωμεν, όπως από υψηλόν λόφον την πόλιν ταύτην, αλλά και εκ του πλησίον να την βλέπωμεν, απτόμενοι όχι μόνον των σωμάτων, αλλά και των συναισθημάτων των κατοίκων της, απτόμενοι και των πράξεων και των έργων των, ώστε να έχωμεν όχι μόνον θεωρήσει, μα και ζήσει την πόλιν ταύτην, είτε ανήκομεν εις τον μόνιμον πληθυσμόν της, είτε διερχόμεθα από την πόλιν, ως επισκέπται εξ εκείνων που ονομάζονται συνήθως τουρίσται.
Και η πόλις εκτείνεται και αναπτύσσεται ιδιορρύθμως. Και όπως εις μίαν σύνθεσιν συμφωνικήν, ή εις μέγα έργον αντιακαδημαϊκώς ποιητικόν, βλέπομεν να ολοκληρούται και εις την πόλιν ταύτην, ακόμη και εις τας πλέον χαώδεις στιγμάς της ζωής της, η ιδική της αρμονία. Μια αρμονία, μη υπακούουσα, μη υποτασσομένη εις καμμίαν ξένην προς τους βαθυτέρους της ρυθμούς νομοτέλειαν ή επιταγήν. Εναπόκειται εις ημάς, ή εις τους ευαισθήτους εξ ημών, να την κατανοήσωμεν και να την απολαύσωμεν.
Και η πόλις ολονέν, εκτείνεται και αναπτύσσεται και υψούται. Τα κράσπεδά της επεκτείνονται και ανά πάσαν δεκαετίαν φθάνουν μέχρι σημείων πλέον προκεχωρημένων, απωτέρων. Αλλά, όσον και αν απομακρύνωνται από το κέντρον, όσον και αν δημιουργούνται και προστίθενται, εδώ και εκεί, εις διαφόρους συνοικίας, νέα μικρότερα επί μέρους κέντρα, οι παλμοί της καρδίας της μεγαλουπόλεως φθάνουν παντού, προερχόμενοι εκ του μεγάλου κέντρου, του επικέντρου, διότι εκεί σφύζει πρώτον και αενάως το αίμα της, μεταφερόμενον ακολούθως τάχιστα, δι’ όλων [των] αρτηριών, με ίσην δύναμιν προς πάσαν κατεύθυνσιν, έστω και αν η καρδιά αυτή ευρίσκεται και λειτουργεί εδραιωμένη εις ωρισμένον αμετακίνητον και μακρυνόν σημείον, ως γιγαντιαία και θαυμαστή αντλία εκτοξεύουσα εσαεί, παντού, το ζωογόνον αίμα της.
Και ιδού που η τεραστία πόλις σφύζει ως μέγας έμψυχος οργανισμός και ζει και λειτουργεί και αναπτύσσεται, χωρίς να έχουν τόσον σημασίαν οι οιωνοί, όσον τα ανά πάσαν στιγμήν οφθαλμοφανώς γινόμενα εν τω παρόντι και τα αοράτως διά το μέλλον ετοιμαζόμενα, όπως ο σπόρος μέσα εις την γην που κατ’ αόρατον τελείως τρόπον ετοιμάζει την επερχόμενην βλάστησιν και την μελλοντικήν συγκομιδήν.
Αλλά, διά να υπάρξη μέλλον, είναι ανάγκη να προϋπάρξη το παρόν και τα εν τω παρόντι συντελούμενα, που ανά πάσαν στιγμήν καθίστανται ορατά και αισθητά, τουλάχιστον εις τους ευαισθήτους και μη αρκουμένους μόνον εις την επίσκεψιν και την απλήν θεώρησιν των χώρων που υπογραμμίζονται εις τα σοφά περί της πόλεως συγγράμματα, ή εις τους λεγομένους ευχρήστους οδηγούς, τους κυανούς ή ερυθρούς, και εις τους προχείρους χάρτας των περιηγητικών γραφείων.
Ας στρέψωμεν λοιπόν την προσοχήν μας προς την πόλιν, όχι μόνον διερχόμενοι από τας οδούς της αλλά και σταθμεύοντες και εισδύοντες παντού όπου διεγείρεται το ενδιαφέρον μας, είτε από ταπεινά, μηδαμινά, είτε από επιβλητικά και πολύ μεγάλα. Τόσον τα μεν όσον και τα δε, αποτελούν συνθετικά στοιχεία εις την θαυμαστήν διάρθρωσιν μιας πόλεως, της κάθε πόλεως και συνεπώς και της πόλεως αυτής, που εκτείνεται πέριξ ημών και υψώνεται και γιγαντούται.
Από το Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης , 1998
Kάτω από την τεράστιαν τεντάν , ο τσίρκος τώρα εκόχλαζε και εβόα. Το νούμερον με τα μικρά ιππάρια είχε τερματισθή καθώς και η άρσις των βαρών. Δύο παλιάτσοι, ευρυπαντέλονοι κρεμανταλάδες – ένας ψηλός, ισχνός και ένας μικρούλης νάνος – ξεφώνιζαν εις τον στίβον, εξεκλειδώνοντο, έπεφταν, εσηκώνοντο, κλαυσιγελούσανε και εχαστουκίζοντο αμοιβαίως ανταποδίδοντες με ιαχάς τας ηχηράς και περιτέχνους φάπας. Αίφνης η ορχήστρα ανέκρουσε ένα γοργόρυθμον σκοπόν και ο στίβος ελευθερώθηκε απ’ τους παλιάτσους. Τέλος, αφού εστήθη ολόγυρα το σιδηρούν κιγκλίδωμα, με βρυχηθμούς λαχταριστούς, γοργόσκιρτα και λυγερά ώρμησαν μέσα τα λεοντάρια.Μόλις εισήλθον, τους ακολούθησε τροχάδην χαρίεσσα και φιλομειδής, με κυανοπόρφυρη σφιχτή στολή ουσάρου, αλλά χωρίς καπέλλο στο κεφάλι, με άσπρα σειρήτια και χρυσά κουμπιά, κραδαίνουσα μαστίγιον στο χέρι, η περιώνυμος δαμάστρια Ζεμφύρα, κατάξανθη, με μαύρα μάτια ηδυπαθή, με μπότες στιλπνές ψηλές και αστραφτερά σπιρούνια. Στη μέση του στίβου ακριβώς, η νεάνις εστάθη αποτόμως και κάμπτουσα τα γόνατά της εις δίχρονον υπόκλισιν βραχείαν, χαιρέτησε δεξιά και αριστερά το πλήθος.
Εκ πατρός Πρωσσίς και εκ μητρός Λιθουανή, ωραιοτάτη και νεαρά, με θαυμαστούς προεξέχοντες μαστούς υπό τον επενδύτην του ουσάρου και αρμονικώς καμπυλουμένους γλουτούς υπό την στρατιωτικήν περισκελίδα, με πρόσωπον παρθένου αγαλλιώσης, η Ζεμφύρα απέσπα πάντοτε θύελλαν χειροκροτημάτων και φωνητικών εκδηλώσεων εξάλλων. Οι πιο ένθερμοι εκ των λαϊκών της θαυμαστών, καμμιά φορά παραληρούντες, εκραύγαζον περιπαθώς ωρισμένας λέξεις, που εάν το πλήθος δεν ήτο πάντοτε τόσον πυκνόν και ήτο διαφορετική η ατμόσφαιρα του τσίρκου, οι ούτως εκφραζόμενοι θα εξεβάλλοντο εκ του ιπποδρομίου, ως προσβάλλοντες την δημοσίαν αιδώ. Εν τούτοις το κλίμα που εδημιούργει πέριξ αυτής η ξανθή θηριοδαμάστρια ήτο τοιούτον ώστε αυταί, αι άλλωστε τόσον εκφραστικαί και τόσον αδικημέναι λέξεις, δεν εφαίνοντο ποτέ χυδαίαι, ούτε προσβλητικαί, διότι συνυφαίνοντο και αφωμοιούντο φυσικότατα, εν τη ευγλώττω και κυριολεκτική των σαφηνεία με ό,τι ανεδίδετο και διεχέετο από την νεαρά γυναίκα, τόσον από την προσωπικήν της καλλονήν και γοητείαν, όσον και από την δράσιν της με τα θηρία, από τα οποία, οσάκις ευρίσκετο μεταξύ αυτών, εξεπορεύετο και εξηπλούτο, πάντοτε, μια δυνατή οσμή οργανικής θηλύτητος και αρρενωπότητος συνάμα.
Πέντε-έξη χρόνια τώρα, εγοήτευε η Ζεμφύρα τους θαυμαστάς της με την μελετημένην και ψυχολογικώς εδραιωμένην σαγήνην μιας καλλονής που κινδυνεύει εν μέσω των αγρίων ζώων – πράγμα που συνεκλόνιζε βαθύτατα τα πλήθη.
Το ίδιον συνέβαινε και κατά την εσπέραν ταύτην. Αφού υπεκλίθη η Ζεμφύρα, έκαμε μεταβολήν και αντίκρυσε τα λεοντάρια. Ο κόσμος ενθουσιών την υπεδέχετο με ποδοβολητά, χειροκροτήματα και επευφημίας. Την ίδια στιγμή, σαν ρόδι που σκάει αποτόμως, ορμητικόν και ασπαίρον, εξέσπασε απ’ τα πνευστά το εμβατήριον “El Capitan” του Σούζα. Η Ζεμφύρα ηυχαρίστησε γοργά το πλήθος, κλίνουσα τρεις φορές την κεφαλήν της. Την ώρα εκείνην ο λέων Bobby απεπειράτο να επιβή ερωτικώς επί νεαρής λεαίνης. Τρεις λέοντες εβρυχώντο στεντορείως. Εταίρα λέαινα ουρούσε εσπευσμένως. Αίφνης η νεαρά Πρωσσίς ύψωσε την δεξιάν της και το μέγα καμτσίκι της άστραψε απανωτά εις τον αέρα. Τα λεοντάρια υπεχώρησαν αμέσως και ορθώθηκαν όλα μαζί στα πισινά τους πόδια. Το άγριον τούτο θέαμα ήτο μεγαλειώδες και ο κόσμος, ηλεκτρισθείς, ενέτεινε τα χειροκροτήματά του. Ένα λεπτόν, τρία λεπτά έμειναν έτσι τα θηρία, έπειτα υπό τους ήχους ενός βαλς ( το βαλς της «Κοιμωμένης Καλλονής» του Τσαϊκόφσκυ) που διεδέχθη το εμβατήριον του Σούζα, έλαβον θέσιν το εν όπισθεν του άλλου, και ενώ κροτούσε ακόμη το μαστίγιον, ήρχισαν να περιτρέχουν τον στρογγυλόν περίγυρον του στίβου, με τα κορμιά των κυμαινόμενα, με τις χαίτες των ανεμιζόμενες εις τους ρυθμούς των ¾, όπως οι ήχοι του χορού, όπως το ευλύγιστον σώμα της Ζεμφύρας, που με οξύτατα παραγγέλματα και αυτόχρημα λάγνες ιαχές τα εκυβερνούσε.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρ-
χουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν
την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της
ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν
στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρ-
χόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμέ-
νο δέρας της υπάρξεώς μας.
ΣΕΛΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΗΧΗΣΕΩΝ
Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
'Αστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει
Ρουφά το γλεύκος τ' ουρανού
Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
Τρέφει τις νοσταλγίες του κ' έπειτα σβήνει
Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένει
Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει
Στα μάτια της καλής του
Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ως πέρα
Μια νύχτα
Δυο νύχτες
Κ' έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιώνος.
ΕΑΡ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ
Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλωτου χωριού
με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κ' έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα και τα συνθλίβει επί του
στήθους της
'Ισως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλείτερος καημός απ'
τον δικό της
'Ισως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτω-
μένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
'Ισως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου
έκθεσις πιο εκτεταμένη
'Εκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστο-
ρία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κι εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο ση-
μείο της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια
σταγόνα
Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε
στον ήλιο
Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ' τα νερά της αναδύεται μια πολύ μκρή παι-
δίσκη ωραιοτάτη
Ελπίδα μας αυριανή.
Η ΑΚΡΗ
Η λησμοσύνη απλώθηκε στην αμμουδιά
Κι όλα τα ψάρια θάρθουν να χαιδέψουν
Τα ολόξανθα μαλλιά της και το στήθος
Μέσ' στον γαλάζιο ψίθυρο των ντροπαλών κυμά-
των.
Και να που σπάζουν τώρα τ'αντιστύλια
Κι ανθούνε στις μαντήλιες τα φιλιά
Που δίνουν μέσ' στο σκότος στα κορίτσια
Οι ταυρομάχοι με τις κίτρινες χλαμύδες.
ΤΟ ΧΕΡΙ
Ψιλή κραυγή και συνεχώς αποψιλούται
Σαν μίσχος μιας νεάνιδος στον άνεμο
Φεύγουν τα πέταλά της ένα - ένα
Μέσ' στην ανταύγεια του φουστανιού της.
Η ρώμη τέτοιου πάθους πια δεν χάνεται
Μένει δεμένη στις ψυχές των φορεμάτων
Μέσ' στα γαλάζια βλέφαρα και την λευκή την
μπλούζα
Που φάνταξε σαν κυανή πριν γίνει στεναγμός.
ΩΣΙΣ
'Εστω κι αν η γαλήνη απλώνεται στα χόρτα
Ουδέποτε τ' ανασαλέματα δεν παύουν
Αυτά μας ζουν και ζούμε εμείς εντός τους
Τα πρώτα ανασαλέματα τα πρώτα αρχέτυπα
Της ίδιας άλικης ορμής που προωθεί τις ώσεις
Σπαθάτα χελιδόνια μέσ' στον ήλιο
Και πουπουλένια νυχτοπούλια μέσ' στο σκότος
Θαρθούν τ' ανασαλέματα θαρθούν τα ρίγη
Κι' όταν ακόμα ακινητούν τ' αστέρια
Στους βελουδένιους των βυθούς.
ΡΙΠΗ
Σαράντα χρόνια και σαράντα πέντε μέρες
Πριν ανοιχθούν οι κάμποι και οργωθούν
Πριν αναβρύσουν εκ βαθέων οι σποράδες
Κ' οι κοραλλένιες συμπληγάδες των νησιών
Πριν γίνει μάτι η συσπείρωσις του σκότους
Κι αλλάξουν λέπια τα θαλάσσια ζωντανά
Βγήκες ορθή σχεδόν γυμνή κ' απροκαλύπτως
Εντός αφάνταστης στιγμής που μας γελούσε
Μικρή παιδίσκη καθώς ύδωρ μιας πηγής.
ΣΚΟΠΙΑ
Κρατάμε μέσ' στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά.
Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περιπλοκάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας
Μέσα στ' αστέρια.
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΡΕΤΟΝ
του Ανδρέα Εμπειρίκου
Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης
Στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλαϊων
Με στιλβηδόνα και με σθένος και με πάθος
Καταμεσίς στον βράχο της σποριάς σου.
Ηρωικό πουλί της οικουμένης
Που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων
Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φενάκη
Μα την φωνή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία.
Φανατικό πουλί της οικουμένης
Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία
Όρθιο μέσ' στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι.
ΤΟ ΧΕΡΙ
του Ανδρέα Εμπειρίκου
Στον Paul Eluard
Ψιλή κραυγή και συνεχώς αποψιλούται
Σαν μίσχος μιας νεάνιδος στον άνεμο
Φεύγουν τα πέταλά της ένα-ένα
Μέσ' στην ανταύγεια του φουστανιού της.
Η ρώμη τέτοιου πάθους πια δεν χάνεται
Μένει δεμένη στις ψυχές των φορεμάτων
Μεσ' στα γαλάζια βλέφαρα και την λευκή την μπλούζα
Που φάνταξε σαν κυανή πριν γίνει στεναγμός.
Στέαρ (Ανδρέας Εμπειρίκος)
Η πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε
Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.
Και ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Αφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιάς γυναικός
Μιάς γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
Κατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.
Αυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
Είχε το θάρρος να περάση μοναχή της
Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
Μιά θάλασσα πλατιά και φουσκωμένη
Από τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.
Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ (1936 – 1937)
1
Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στάζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις απλώνει την παλίρροια.
2
Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.
3
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
4
Μεταίωρη στιγμή σαν το φλουρί που μια στιγμή γυαλίζει πριν να πέση. Νόστιμον είναι πως όταν πέσει χάνεται. Μένουν όμως τα πουλιά, μένει η φωνή τους, και όπου καθήσουν, σε γυμνά κλαριά ή σε ποτήρια γιομάτα μαργαρίτες, φυτρώνει ένα πούπουλο ή ένα πτερό με ρόδινη αιχμή, καθώς σπονδή στον άνεμο.
5
Η πήξις νεφελωμάτων είναι μαστός εντός χοάνης.
6
Η σιωπή λικνίζεται στην αμμουδιά. Τα πόδια της πατούν στην κυανή, στην άνευ έρματος ακρογιαλιά θαλάσσης που καθεύδει.
7
Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι της σκιάς μου.
8
Κρυφή μου ελπίδα στα βουνά, καλημερίζω την ηχώ σου.
9
Ω δροσερό κοράσιον που κρύβεσαι μεσ’ στα μπαμπάκια των χιονοστιβάδων! Τα κρύσταλλά τους μέλπουν όπισθέν σου, και τα ταχύσκαπτα των κουναβιών βαθαίνουν κι’ όλο πλησιάζουν το κύπελλον του φουστανιού σου. Έτσι τ’ αστέρια τανύουν τις χορδές των. Έτσι διαχέεται στο νού σου ο γαλαξίας.
10
Βάμμα νυκτός στα χείλη της, δόσις φωτός στο στήθος μου, και τα πανέρια της ανοίξεως ανοικτά, με τα χρωματιστά χαρτιά των φρούτων κυμαινόμενα.
11
Της γειτνιάσεως οι συμπληγάδες είναι μαστοί νεάνιδος που τους θωπεύει ο ποντοπόρος.
12
Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλισθώ
στην αμμουδιά μαζί σου.
13
Των αποστάσεων η έλξις προσδιορίζει κάθε βήμα. Η ταξειδιώτης ξεκουμπώνει το παλτό της. Από το στήθος της πετούν μικρά πουλιά προς την πολίχνη. Στο υψηλό βουνό τής ετοιμάζουν τον θερινό κοιτώνα και τα μαλλιά της ήδη πρασινίζουν.
14
Βαθειά πληγή. Στον λόφο του κρατήρος κραδαίνεις την ανάμνησι, και, έτσι, σιγά σαν σύθαμπο που απορροφά μια μέρα που φθίνει, δίνεις, αγαπητή και δήθεν ξεχασμένη, τον στρόβιλο της λησμονιάς στους πέντε ανέμους – γιατί πάντοτε, και όταν σβουρίζει η χλαλοή και καταβρέχεται η χλόη, ξεχνάς, και πάλι αναμιμνήσκεσαι και χωρίς καμίαν υποχρέωσι, κάποτε θλίβεσαι και κάποτε αγαλλιάς. Είσαι θαρρώ, φρεγάδα που περνά απ’ όλα τα λιμάνια, δίχως καλάθια και με ωραίες λείες κουπαστές.
15
Ένα κουμπί στο φως, μιά ταραντούλα στο σκοτάδι, κι’ ανάμεσα, μια γοερή κραυγή την ώρα που βραδυάζει.
16
Οι τοίχοι, λεν, έχουν αυτιά – μα οι ψίθυροι ζουν και πεθαίνουν και στα φύλλα.
17
Αποσκιρτώ μεσ’ στα φυλλώματα. Από μακρυά διακρίνω την ελαφρά κοιλάδα. Η μέρα αυτή είναι σαν πλημμυρίς φωτός. Στις φλέβες και στα φύλλα της ρέει το αίμα που την ζωντανεύει και απομακρύνει τις τυχάρπαστες σφενδόνες. Ο θόλος της είναι τόσο διαυγής που σπάζει η στάμνα της γειτονικής επαύλεως και σκάζουν προώρως τα ρόδια της δενδροστοιχίας. Κάθε σπειρί τους είναι μιά στιγμή που πέφτει σε πηγάδι ηδυπάθειας.
18
Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.
19
Ενατενίζω. Μια καμπάνα τήκεται μπροστά μου.
20
Ράμφος εγώ. Εσύ, ολόκληρη μια νύχτα με αναπαλμούς και φώσφορο μεδούσης. Έπειτα αποκοιμήθηκες κι όταν πιά ξύπνησες, πάλι με κοίταξες, όπως κοιτάζει ένα παιδί μιά στήλη.
21
Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα.
22
Οι άνθρωποι καμιά φορά, βαπτίζουνε τα χέρια τους σε μπακιρένιες κολυμβήθρες. Σε τέτοιες στιγμές τα βρέφη αγαλλιούν και παίζουν με ψάρια κόκκινα πλευστότητος ελαφροτάτης.
23
Πράξεις των ελεφάντων. Πολύτιμα περίστροφα εξ ελεφαντοστού. Μία γυναίκα ανάμεσα σε δύο θυμωνιές μαζεύει παπαρούνες. Τέλος κάποιος τραβά μιά πιστολιά και τρέπονται εις φυγήν τα ζώα. Το ποδοβολητό τους προχωρεί σαν κύμα που περνά επάνω απ’ όλα.
24
Ό,τι σαλπίζει δεν βοά και δεν περιτυλίσσεται σα νάταν φίδι.
25
Η παρόρμησις είναι μιά συνοχή εαρινών βλυσμάτων. Μακάριοι αυτοί που πίπτουν στα νερά της. Τα στήθη της είναι τόσο ωραία που υπερνικούνε όλα τα υφάσματα. Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπορεί να την αναχαιτίση. Η χαίτη της όταν εφορμά είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα.
26
Η τρέλλα μοιάζει με χαρά ή με θλίψι. Όμως δεν είναι πίθος δαναϊδων αλλά ομάς νεανίδων που ορχούνται σε θέατρον του Ορχομενού. Καμιά φωνή δεν συνεκλόνισε βαθύτερα τα πλήθη. Καμιά πηγή δεν γέλασε πιο ιλαρά. Κανένα σούρουπο δεν άπλωσε μια βαθυτέρα θλίψι. Ω κόρη υστερική! Το σκίρτημά σου είναι οδός που οδηγεί στην γέφυρα της καταστάσεώς σου και η κραυγή σου οξύ χλιμίντρισμα που διαπερνά το μάτι τουρανού.
27
Το αγρόκτημα το σκέπασε η λήθη. Μέσα στις άδειες κάμαρες στάζουν οι σταλακτίται, και, στην σιγή, μετρούν τις ώρες και τα χρόνια της ανεξήγητης εγκαταλείψεως. Μπροστά στην πόρτα ένας ληστής κλαίει πικρότατα. Μέσα στα φύλλα μιάς συκιάς αλλάζει χρώμα ο χαμαιλέων.
28
Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς και ηλιοκαείς τροχιοδρόμους.
29
Το δράμα του παραλιακού ξενοδοχείου δεν κατεσβέσθη. Ακόμα καταποντίζεται ο λυγμός και η φαλαινίς μνήσκει λαχανιασμένη. Α, πώς κτυπούν τα κύμβαλα οι ανηλεείς σκαφανδροφόροι! Α, πώς πονούν αυτοί που σέρπουνε στην άμμο!
30
Εαρινοί καταυλισμοί ονείρων εν εγρηγόρσει – των κατευθύνσεων οι ώρες σαν σαύρες της αυγής.
31
Βρέφος εντός αβράς σιγής. Μόνον η αύρα μέλπει και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο ευτυχισμένο βρέφος. Ώρα ηδονής και γάλακτος. Ώρα του γαλαξίου.
32
Κατάρτια μπηγμένα σε γηλόφους άμμου, χαρές παιδιών, χαρές ανδρών και γυναικών ενώ πλησιάζει το βαπόρι, νέφη λευκά κι ανάλαφρα στον ουρανό, χίλια αντικείμενα στιλπνά και πολυφίλητα σαν χείλη αιμάσσοντα ή δροσερά, ή σαν μαστοί εν εγρηγόρσει, κ’ αίφνης εσύ, ζεστή και δροσερή συνάμα, και ουδέποτε, μα ουδέποτε μικρόνους, παρ’ όλον ότι έχεις πόδια μικρά και μικρά χέρια. Ίσως γι’ αυτό σε αγαπώ τόσο πολύ. Ίσως γι’ αυτό σε κράζω και στον ύπνο.
33
Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες.
34
Στην βουνοκορφή δεσπόζουν τροχαλίαι. Στην πεδιάδα περιστρέφονται ελαιοτριβεία και η διαρκής παραγωγή των λατομείων, συγκρίνεται μ’ εκβραχισμούς των σχιστολίθων. Μεσ’ στο λιοπύρι περιίπτανται κορυδαλλοί και όσοι κοιτούν το χάλυβα να λυώνη, μοιάζουν με ιππείς που ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση.
35
Μέσα στα τζένερα εμφωλεύει η σπίθα. Κρωγμοί αντηχούν κάτω απ’ τα φύλλα, και σχίζουν τον άσπιλο χασέ της νύχτας. Μα πριν ακόμη ξημερώσει, μεσουρανούν οι θρύλοι κ’ η σπίθα αποκαλύπτεται και λάμπει. Έπειτα σβήνει μονομιάς – μα ξαφνικά στην θέσι της αλέκτωρ αλαλάζει.
Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα (1934 – 1937)
ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΕΙΟΥ
Από ένα σημείο που το ορίζει , δεξιά, ογκώδης και απορρώξ βράχος, και αριστερά, μιά μικροτέρα και ηπιωτέρα βραχώδης προεξοχή, χαίνει ένα διάστημα, εις τα κράσπεδα του οποίου γεννιέται και κατόπιν επεκτείνεται, κατά τρόπον πράον και εις σειράν αρμονικών πτυχώσεων του εδάφους, μιά ελαφρά κατωφέρεια, εν είδει κλιτύος, που σε πολλά σημεία είναι χλοερά, ενώ, σε άλλα, μοιάζει να αποψιλούται, διά να επενδυθή περαιταίρω πάλι, με χλόη και θάμνους πυκνούς ή φουντωτά δενδρύλλια.
Εις τα γυμνά μέρη, το χώμα είναι αλλού μεν παχύ και κοκκινωπό, αλλού δε λεπτότερο, σχεδόν σπειρωτό και σε απόχρωσιν ώχρας. Οι πτυχώσεις όμως δεν ποικίλλουν μόνο στο χρώμα, ααλά και στην διαμόρφωσι και στο σχήμα. Και έτσι, άλλοι μεν γήλοφοι ορθούνται σαν σφικτοί μαστοί, άλλοι δε παρουσιάζουν μιά παχουλή προπέτεια σφύζοντος εφηβαίου. Τόσον τα σύγκλινα και τα αντίκλινα, όσον και οι εναλλαγές των χλοερών και ακαλύπτων εκτάσεων, που δείχνουν εδώ γυμνή τη γη και εκεί ντυμένη, δίνουν μιά χάρη κυματισμού εις το τοπείον, που οφείλεται, αφ' ενός, στην διάπλασιν του εδάφους, και, αφ' ετέρου, εις την μετάπτωσην από την χλοερά στην αργιλώδη υφή, καθώς και στις εδώ και εκεί αυξομειώσεις της εντάσεως των χρωμάτων. Τούτο συμβαίνει τόσο πολύ, που, προς στιγμήν, μπορεί να νομίσει κανείς, ότι βλέπει σε μία ριπή οφθαλμού, όχι μόνο το διαρκές και συγκεκριμένο θέαμα του τοπίου, μα και μιά φεγαλέα και αόριστη εικόνα χορεύτριας, με πλατύ και βαθύπτυχο φουστάνι, του οποίου ο ποδόγυρος διαγράφει ένα κυματιστό περίγραμμα πτυχώσεων, σε λικνιζόμενο ρυθμικά στρόβιλο περιστροφών χορού . 'Η, ακόμη, μπορεί να νομίσει κανείς, ότι αντικρύζει κύματα βαθύκολπα, κύματα που δεν σκάνε, μα που αποτελούν λείες, άνευ αφρού καμπυλωτές διογκώσεις και βαθουλώματα αλλεπάλληλα, σε μιά αλληλουχία, όπου το υγρόν στοιχείον έγινε ύλη στερεά, σαν τμήμα πελάγους πολύχρωμα αποκρυσταλλωμένου, σε στιγμήν γαληνεύσεως θαλάσσης κατόπιν ισχυράς τρικυμίας. Η εντύπωσις που δίνει το μέρος τούτο του τοπείου, είναι εντύπωσις κατευνασμού - ενός κατευνασμού, που διεδέχθει μίαν άκρως ταραχώδην περίοδον, ή μίαν οργιώδη και ευεργετικήν καταιγίδα, της οποίας, τα βασικά, τα ζωτικώτερα στοιχεία, δεν διελυθησαν, μα εξακολουθούν να υπάρχουν, εις τρόπον ώστε, να καθίσταται η γαλήνη, μιά σφριγηλή και δονουμένη αιθρία, καθώς ανάπαυλα εραστών ευρισκομένων μεταξύ δύο συμπράξεων, σε στιγμάς που συναντάται εις μεταίχμιον ευτυχίας, η ικανοποίησις ενός προγενεστέρου πόθου, με την παρακευήν και την ωρίμανσιν μιάς νέας, επερχομένης διεγέρσεως, προς επανάληψιν της συμπράξεως και επίτευξιν της ηδονής.
Η αιθρία εις την οποία εμβαπτίζεται ολόκληρο το τοπείον, συμπίπτει εντελώς με την αιθρίαν της παρομοιώσεως. Είναι δε τόσον διαυγής, που αντηχεί σαν ήχος καθαρής καμπάνας, και δύο-τρία νέφη ελαφρότατα, που πλέχουν στο γαλανόν στερέωμα, λες και αυξάνουν το απύθμενόν της βάθος.
'Ενα άλλο στοιχείον, που αποτελεί παράγοντα σημαντικόν του τοπείου, είναι το δένδρον, το οποίον υψούται εις μικράν απόστασιν και ολίγον χαμηλότερα από την αριστερά κειμένη βραχώδη προεξοχή, εις την ακμήν της ελαφράς κατωφερείας. Το δένδρον αυτό είναι τόσον μεγάλο, και το φύλλωμά του τόσον πυκνό, που μπορεί κανείς να το εκλάβη, εκ πρώτης όψεως, ως συστάδα περισσοτέρων δένδρων. 'Ενας εκ των χαμηλωτέρων κξάδων, κύπτει προς την γη, και τα έσχατα φύλλα του εμβαπτίζονται απαλότατα εντός ρυακίου, το οποίον φαίνεται μέχρι τινός, έπειτα χάνεται πίσω από μία από τις γυμνές πτυχές του εδάφους, και επανεμφανίζεται περαιτέρω, ελισσόμενον ήρεμα, εις το μέσον μιας εκ των χλοερών εκτάσεων.
'Aπλετο φως καταυγάζει τους θυσάνους του φυλλώματος, αλλά με δυσκολίαν εισδύει εις την εσωτερικήν πυκνότητά του, εις τρόπον που να εμφανίζεται η κάτω από την φουντωτή επιφάνεια απόχρωσις τόσον βαθεία, ώστε να αποτελεί άλλο χρώμα. Η άμιλλα μεταξύ του ανοικτού και του σκοτεινού πρασίνου είναι τόσον οξεία, που όχι μόνον βλέπομε την διάσταση των χρωμάτων, αλλά αισθανόμεθα, εν τω άμα, και την θαλπωρή του ηλίου, και την δροσιά της σκιάς. Και ενώ, εις την εξωτερική επιφάνεια του δένδρου, μέλπει και ενίοτε κραυγάζει το φως, σε παφλάζουσαν έξαρσιν έρωτος πασιφανούς, εις τα βάθη του φυλλώματος συσπειρούται η σκιά, σιωπηλή συλλέκτρια μυστικών και απορρήτων.
Και ιδού που η ενατένισις της εξωτερικής επιφανείας του φυλλώματος, ισοδυναμεί με συμμετοχήν μας εις αναπέτασιν σημαίας, εις έκρηξιν αλαλαγμού χαράς, ή εις αιφνιδίαν αναπήδησιν, εκ βαθέων, ορμητικής πηγής, κάθε φορά που το παιχνίδισμα του ηλίου επί των φύλλων απλώνει απανωτές μαρμαρυγές φωτός. Και ιδού που η διείσδυσις του βλέμματος εις την σκιάν της εσωτερικής, της βελουδένιας πυκνότητος του φυλλώματος, ισοδυναμεί με συμμετοχήν μας εις διείσδυσιν εντός σπηλαίου γιομάτου σταλακτίτες, εντός λαβυρίνθου εναγωνίου εξομολογήσεως, ή εντός καθεδρικού ναού, όπου αντηχεί το θρόισμα των προσευχών και ακούονται οι στεναγμοί ανθρώπων τεθλιμμένων.
Εντός αυτού του διπλού κλίματος, που εκπορεύεται από το δένδρο και το περιβάλλει, θα μπορούσε κάλλιστα να αναπνεύσει μια νεανίς, βαίνουσα ανεπιφυλάκτως, εν τη ελευθέρα αποδοχή του αισθήματός της, προς συνάντησιν φλογερού μνηστήρος, καθώς και μια μιχαλίς, οδεύουσα αγχωδώς και με χίλιες προφυλάξεις, προς συνάντησιν αμφιταλαντευομένου εραστού, εν πνεύματι ενοχής και φόβου.
Εις τα πέριξ μέρη του τοπίου αυτού, που δεν φαίνεται καθόλου να ευρίσκεται πλησίον του Ισημερινού, ή εντός μιάς διακεκαυμένης ζώνης, η χλωρίς ενθυμίζει, εν τούτοις, βλάστησιν τροπικήν. Εδώ, θα μπορούσε κάλλιστα να συναντήσει ένας εξερευνητής, μίαν αγέλη από αντιλόπες, που εις το άκουσμα βηχός, ή ξαφνικού τριξίματος ενός ξύλου ξηρού, που το σπάζει ένα πόδι, θα ετρέπετο σε γοητευτική φυγή, μέσα σε μιά αλληλουχία ποικίλων σκιρτημάτων, εξ εκείνων εις τα οποία ο τρόμος, που συνεχώς κατέχει τα λεπτοφυή αυτά ζώα, προσδίδει πάντοτε μία επιπλέον χάρι, αλήθεια εξαίσια. Και ο εξερευνητής αυτός, εμβαπτιζόμενος ολοένα περισσότερον εις το συναίσθημα που θα του γεννούσε η συμμετοχή του στο τοπείον, θα μπορούσε κάλλιστα να γράψη ή και να πη το ποίημα που περιλαμβάνω εις αυτό το κείμενον, ως αναπόσπαστο μέρος του τοπείου:
"Το δάσος φρίσσει στα περιπλοκάδια των όφεων που το συσφίγγουν και ο ισημερινός ζεσταίνει τις χαραμάδες μιάς πρόχειρης καλύβας. Μία κρεολή λιάζεται στο δώμα και σιγά-σιγά ασπρίζει και γίνεται γυναίκα λευκή που θέλει να μαυρίση.
Ηχώ
Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με το βόμβο των εντόμων
Και τις βαρειές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων
Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.
Aνδρέας Εμπειρίκος, ''Αφρός'', Ενδοχώρα, Αθήνα, εκδ. 'Aγρα, 1991, σ. 21
Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ' επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
'Aλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
'Οπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μες' στον αφρό της θάλασσας.
Ανδρέας Εμπειρίκος, ''Το ρήμα αγναντεύω'', Ενδοχώρα, Αθήνα, εκδ. 'Aγρα, 1991, σ. 23.
Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κι' εισδύουν μέσ' στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεανίδα που στέκει στο πλευρό μου
Μέσ' στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου.
Ανδρέας Εμπειρίκος, ''Η φιλία'', Ενδοχώρα, Αθήνα, εκδ. 'Aγρα, 1991, σ. 65.
Όταν εγγίζει το χνούδι της ημέρας το πουλί
Η σκόνη πέφτει και στην θέση της πηδά γυμνός ο ήμερος
Δεν αναλίσκονται τα πρωινά τεχνάσματα της επιούσης
Φωνάζουν αύριο αύριο και μετατρέπουν την ιδική τους ευστοχιά
Σε θαλπωρή μαστών που δεν ξεχνά ποτέ ο ούριος άνεμος
Την στρογγυλάδα τους και τους αναπαλμούς που προκαλούνε οι θωπείες
Κ' έτσι η αύριο γίνεται σήμερα
Και πέφτουν μονομιάς τα στόρια της επαύλεως
Πέφτουν οι πέπλοι και αποκαλύπτεται ο θύσανος
Της κεντρικής επιθυμίας
Ενώ στη μέση της πλατείας
Χειρονομούν ομάδες ανθρώπων σιωπηλά
Και σφίγγουν μέσ' στα χέρια τους τα γάντια.
Ανδρέας Εμπειρίκος, ''Οι καρυάτιδες'', Ενδοχώρα, Αθήνα, εκδ. 'Aγρα, 1991, σσ. 75-76.
Στον Γιώργο Γουναρόπουλο
Ώ οι μαστοί της νεότητος
Ώ τα πελιδνά νερά των συκοφάγων
Τα καλντιρίμια αντηχούν από τα βήματα των πρωινών ανθρώπων
'Aλσος αλκής με τ' άλικα δέντρα σου
Η νεότης διαισθάνεται τη σημασία σου
Αναθρώσκει ήδη στας παρυφάς σου
Θύσανοι πουπουλένιοι σκιρτούν ανάμεσα στα στήθη των νεανίδων
Που περπατούν ημίγυμνες μέσ' στα δρομάκια σου
Η κόμη τους είναι ωραιότερη από του Αβεσαλώμ
Το κεχριμπάρι στάζει ανάμεσα στους βοστρύχους
Και οι μελαχρινές κρατούνε φύλλα εβένου
Τα βήματα τους τα οσφραίνονται κουνάβια
Το δάσος συγκινείται
Τα δάσος είναι μυρμηκιά με λεγεώνες λογχοφόρων
Εδώ και οι κορυδαλλοί γυμνώνονται απ' τις σκιές τους
Οι τροχιόδρομοι δεν ακούγονται
Η ημέρα αναστενάζει
Μια κόρη της πολύ μικρή παίζει με τους μαστούς της
Κανένας κόλαφος δεν ισχύει
Μόνο μια έλαφος περνά κρατώντας μέσ' στο στόμα της
Τα τρία κεράσια που βρήκε ανάμεσα στα στήθη της νεότητος
Το βράδυ εδώ είναι θερμό
Τα δέντρα περιτυλίσσονται στη σιγαλιά τους
Βράχοι σιγής πέφτουν αργά και που μέσα στο ξέφωτο
Όπως το φως πριν γίνει μέρα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου