Σάββατο 24 Απριλίου 2010

ΝΙΚΟΣ ΚΡΟΝΤΗΡΑΣ

H επανάσταση και




copyright Νίκος Κροντηράς 1991

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ...




ΣΕ ΑΚΟΥΣΑ ΑΙΩΝΕΣ ΜΑΚΡΙΑ
ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΡΕΧΩ
ΦΩΣ ΓΟΝΑΤΙΣΕ
ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΩ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΜΕ ΖΗΤΑΕΙ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΑ

άνθρωποι κάποτε
με τα βλέφαρα δεμένα
κλειστά μάτια
δεν έβλεπαν
άγγιζαν έγλυφαν πίστευαν πέτρες...

(Μου δώσανε να φάω τ' αδέρφια μου όταν δεν ήξερα
Απ' την αηδία γύρισαν τα μάτια μου
ανάποδα
κι είπαν πως δαιμονίστηκα
Γύρω μου εμετός
Εγώ που δεν έχω τίποτα
γιατί ν' ακολουθώ τους νόμους αυτών που έχουν; )

Ύστερα
βρίσκαμε τους θεούς μας σκοτωμένους περίεργα
στην έρημο στους βάλτους
σε νέους βάλτους
στα μεγάλα δάση
πεσμένους
ξεβρασμένους στις θάλασσες.

Ο άνεμος έπασχε πάνω απ' το χώμα
και δεν ήταν οι δολοφόνοι καθόλου δυνατοί
μα είχαν επίτηδες άγνοια
μιαν αβλεψία παρελθοντική
Το μαχαίρι μπηγμένο στην σάρκα
τριάντα τη μέρα δεν είναι μόνο τα αργύρια
μια λίμνη από λάδια και καυτές μηχανές
ο φόβος ήταν
η μισή βάρκα
και η νεκρή κοπέλα στα χέρια μου,
των γερόντων η σκάλα η σάπια
από δω ρίχνουν τα παιδιά
τα σκαλοπάτια κουβαλούν το κατέβασμα.

Σε βροχή από ανδρείκελα και σωλήνες
το νερό παγιδεύτηκε
στα σκοτάδια ρίξαν τη μέλισσα
κι όποιος να βόγκηξε πνίγηκε
σα να μην υπάρχουν διψασμένοι.
Ο πόλεμος άρχισε μόλις τελείωσε ο πόλεμος
ο πρώτος μονόλογος κι ο τελευταίος.
Το θηρίο έχει ανθρώπινα δόντια
και στο μέταλλο συνηθίζοντας
δεν σε πειράζει ούτε η σκουριά ούτε το αίμα.
Να λοιπόν γιατί το φως ενοχλεί τον αιώνα
και η αδερφοσύνη είναι λέξη μεγάλη
γιατί δεν υπάρχουν αξίες όταν πεθαίνουν παιδιά.

Αρχαίες κολώνες και δάκρυα
σύννεφα άμμου πετρωμένα πουλιά
σιδεροσκελετομένοι ευνούχοι δέονται στην έρημο
τα δόντια της πληγής δίνουν οστά και γυρεύουν σάρκα
Ο καιρός είναι δηλητηριασμένος
χείλια που προσμένουν φλογερα
την ευκολία στην συγκέντρωση σκελετών
τόσοι κορμοί δέντρων ξεραμένων.
Σπάνια οι θεοί είναι αληθινοί
σπάνια δεν τους προδώσαν οι άνθρωποι,
καταμετράει λάθος το ρολόι τους
και περιμένει
το λευκομασκαρεμένο μαύρο
ότι θα πουληθώ.

Η γη συχνάζει τους χτύπους της
και δεν χάνει παρά μόνο με την διαταγή
των αυτονόητων
πιότερο από μερικούς ανθρώπους την ημέρα
Η έλλειψη σημειώνεται σε δίσκους ηλιακούς
μορφή κηλίδας
Κι ακούστηκε η φωνή αυτών που πατούν τα λουλούδια:
"πάρε το όπλο και σκότωσε"
Ακούστηκε καθώς θα ειπωθεί
ο θάνατος καβάλα στον άνθρωπο και στο άλογο.

Έτσι γεμίζει χώρους παίρνοντας
τα χρώματα των ορίων
Η μηχανή είπε και πάλι θα πει:
"εγώ διαταγές εκτελούσα"
σφραγισμένοι αυτή
σφραγισμένος και ο αιώνας
με κόκαλα παιδιού που λιμοκτόνησε.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
μαζεύονται οι πυροβολημένοι
η κρεουργημένοι
τα πεινασμένοι
να πατήσουν σταφήλια
πιο αφρικάνοι κι απ' τον Χριστό
Ήπια
από την απόλυτη ιερότητα της ανθρώπινης κλίσης.
Η αιωνιότητα τελειώνει

στο τέλος μας νύχτας
εκείνο που μετράει
είναι αν έζησες ή αν Πέθανες.

Τα μεγάλα φορτηγά είναι πια σκουριασμένα
και σερνόμενος στην αυλή
αυτού που στάθηκε σαν παλιό σχολείο
αντικρίζεις πως τα παιδιά δεν γίνονται άντρες πια.
Στον παράδεισο δεν υπάρχουν άντρες
παρά μόνο δυστυχία
γιατί εδώ η ευτυχία βαραίνει περισσότερο
από τον άνθρωπο.

Είδα την πείνα στη θέση της ελευθερίας
το συμφέρον να διώχνει την λογική
είδα τον στρατό στη θέση των ανθρώπων
Είπαν οι ρωμαίοι:
"κοίτα τη δουλειά σου
το στρατό σου
τα λεφτά σου
κοίτα την ευτυχία"
και είδα την ύλη που φτιάχνει τον θάνατο.

ΑΠΟΜΑΚΡΑ ΝΟΙΩΘΟΝΤΑΙ Τ'ΑΣΤΡΑ
αστρούθιστοι παραμένουν οι ανθρώπινοι σπόροι
τ' αγάλματα σκιάχτρα
άλλη μια μέρα δείραν οι δήμιοι
πιτσιλιές αίματος τα μάρμαρα
σκόνη τα πνευμόνια
ανέμελα σκοτώνουν οι νοικοκυρές
χορτασμένοι σάρκα οι πολιτισμοί

Ο άνθρωπος πίσω από τα σκόρπια βαρέλια
χωράει σε μια τρύπα στη γη
πελώρια αδιαφορίας.
Χύθηκαν μύρια οξέα
γερά έπεσαν δόντια πολλά
τα κατεψυγμένα στοιβάχτηκαν εκεί...
Εσύ που με ευχές σε αστέρια λαμπτήρες
με τέτοιο νόμισμα κρύο βάζεις μπρος το μηχάνημα
σου μιλάω
πόσο γρήγορα γέρασε η επιστήμη...
και ο αιώνας κυνήγησε τα παιδιά από μικρά...

Σιγή στα μαξιλάρια με τα ματωμένα πούπουλα.

Ο,τι έχει απομείνει από αξιοπρέπεια
στο στάχυ μαζεύεται
συμφωνία στο φως στο νερό
να φτιαχτεί το ψωμί
προτού απλώσει ο πολέμαρχος κάτι σα να δύει
και ατιμάσει το μέλλον.

Ξανά η πείνα
αφαιρεί τα μεγάλα λόγια από τα δόντια.
Όταν χίλια στόματα έχουν σωπάσει
δεν έχουμε δικαίωμα να μιλάμε χίλιες φορές
περισσότερο
ποιος χτίζει εδώ
ποιος περνάει απ' τις οδομαχίες
οι μονόλογοι
ανέβασαν έναν πρωτογονισμό αφύσικο
μιαν ακαρπία βυθίζουσα
η απανθρωπιά κάλεσε τους δαίμονες
με όλες τις μορφές.
Αμμόκοσμος και σαύρες στην επιφάνεια
τα κόκαλα συνήθη
αντίθετα με το μέλλον.
Άναψαν στριμώχνουν τους λαιμούς τους οι μηχανές
κοιτάζουν από πάνω,
Τα έντομα βαδίζουν πάνω στο ποίημα
είναι κάτι που αποφεύγουν οι άνθρωποι,
στον αιώνα της δίψας
οι πελώριες δικαιολογίες
δυο μαχαίρια καρφωμένα στον ουρανό
μοιάζουνε όλο να οδηγούν το θάνατο να κατεβεί.
Ταξίδεμα σκόνης δίχως ρυθμό έτσι ο χρόνος
κάτι μυρίζουν οι δείκτες ο χαλαζίας...
οι δειλοί πεθαίνουν από θάνατο.
Μες τα σκουπίδια βρίσκω παιδιά
οι μεγάλοι αδιάφοροι έχουν νομίσματα κάλπικα
και δεν ξέρουν Χορό.

Μια ξυπόλυτη λέξη πάλι, κάτι Αφρικάνικο
στο όνειρό μου
προσμένω σ' αυτές τις θερμοπύλες ,
βλέπω τους ρωμαίους που ξαναβγήκαν
μέσα από τις στάχτες της ευδαιμονίας
και είναι μια νύχτα απ' αυτές
που το περίσσιο πετρέλαιο βαραίνει τα φτερά
κοκαλώνει τα παιδιά
το σύννεφο της χημείας πνίγει τα δίκια
σε μία μάζα αδικίας για το τίποτα
με μεγάλο ερωτηματικό.
Τα δέντρα είναι ξερά από το λάθος
(είναι φρικτό οι νικητές να ζουνε σ' έναν κόσμο
φτιαγμένο από τους νικημένους)
μα οι ρωμαίοι τρώνε πάνε στον πόλεμο
αυτοί δεν είναι άνθρωποι
αυτοί ξέρουν μόνο να θανατώνουν και να θανατώνονται

Γέφυρα με ρηχά νερά, ας προσέχω,
με την ζωή των αδυνάτων πληρώθηκε.

Αποστεωμένη απειλή το άπειρο με δυό μεγάλα μάτια
η σκιά του φεγγαριού έπεσε
μ' ένα θόρυβο χάχανου
Αυτό που δεν τους σκότωσε δεν το σεβάστηκαν.

Φαρδιά σταγόνα
λιγοστεύουν διαρκώς
όμως πάντα θα γράφονται
με τον ίδιο αριθμό γραμμάτων
στην ίδια ειρωνεία όσο υπάρχει ιστορία
σαν μια τεράστια παλάμη μια τρύπα
Χορταριασμένα κάγκελα
καυματισμένες μάσκες αντιασφυξιογόνες μηχανές
δεν είναι ποτάμι βροχής
ξεκλέβει ξεγελάει το στάσιμο.
Βρέξε την πανοπλία τολμηρή ψυχή
κοίταξε γύρω
σε έναν κόσμο που θ' άξιζε να έχει όνομα
ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ευδαίμονες εαυτοτυφλωμένοι
στην καρδιά που λίπος δεν έχει
-τί είναι γραμμένο στο μέτωπο του ουρανού
και μένει αδιάβαστο-
σας ορκίζω απολογηθείτε,
θα ζούσαν χίλια παιδιά
και μια αρκούδα ακόμη
αν δεν έτρεχαν, γυάλιζαν, γλύκαιναν
τόσο οι μηχανές το ψέμα ο παράδεισος
στα χέρια των δεσμοφυλάκων της κόλασης,
αν δεν είχες αυτή τη δουλειά
αν δεν ήσουν ένας ρωμαίος.
Φεύγεις στα πλάγια στο ασθενικό βάθος
με την αδιαφορία μια ακίνητη λιγούρα στη σκιά
ψεκάζοντας θάνατο χωρίς απάντηση.
Τί μπορείς να πεις σε ένα παιδί που πεθαίνει;

"Σκλάβος, νεκρός ή δολοφόνος
αυτές έχεις τις επιλογές" είπαν οι θανατιστές
ρωμαίοι
αντικαθιστούν με πίστη τους χριστιανούς.

Μια κάτοψη σκοτωμένων παιδιών του πολέμου
ο παράδεισος.

Και οι μηχανές αηδιαστικές νεκρές φύσεις
όταν σερβίρουν δεν ξεχωρίζουν
την ζωή από το φαγητό
κανείς δεν έχει προσευχή να πει;
μόνο στόματα;
Χέρια χαμόγελα επιβίωση
παγιδευμένα πάνω στους τοίχους
έτσι αυτό έτσι εκείνο
άγνοια ανθρώπου κυριεύει.
Οθόνες με ζωγραφιστούς θεούς
ξεφτάνε στο άγγιγμα
καμιά εικόνα καμιά ενοχή
σπρωξιές στις ιδέες για να κοιτούν από μακριά
ποδοπατημένες.
Ρωμαίοι με στομάχια χιλιάρχων,
μια βεβαιότητα σας δίνω τρομερή,
όσα έχετε δεν είναι δικά σας δουλέματα
αλλά θερμίδες ληστεμένες
Θεέ μου, τόσες θερμίδες από το μέλλον των παιδιών...

Ψεύτικα ίχνη σκεπάζουν
τον παγωμένο έρωτα
μυριάδες λευκά φύκια τρέχουν γύρω κραυγάζοντας
Στην ευδαιμονία είναι κλεισμένος ένας γέρος
και γυαλίζει μαριονέτες.
Γρήγορα ο δρόμος γέμισε ρυτίδες
Γρήγορα ακούμπα κι άκου την καρδιά
όποιος κι αν είσαι βιάσου
γιατί στα χρόνια αυτά
η ζωή μου έγινε ζωή σου.

Κόπηκε ο καρπός από το δέντρο
και αφέθηκε να σκουριάσει
Τυφλός
καλυμμένος
κάτω από την αυλαία
με το σάβανο της νύχτας
ίδιος θάνατος
ζωγραφιά από βλέννα
εκείνος ο μικρός νεκρός
σ' εκείνο το χωράφι
αφού νόμισε πως σκότωσε μερικά λουλούδια
μπήκε στο συρματόπλεγμα
σέρνοντας
σέρνοντας
το συρματοπλεγμένο σώμα του.
Και τον ρωτήσαν οι νεκροί
οι ετοιμοθάνατοι
γιατί Πεθαίνεις;

Πέθανε γιατί παραδώθηκε στον θάνατο.

Σε μιαν εποχή που ο ήλιος αγνοείται
όλοι φτιάχνουν δουλειες πάνω στην άμμο
κανείς δεν θέλει να ξέρει για το ψάρι
που περιμένει νερό
στην άσφαλτο της ερήμου
σαν έναν πουλημένο πλανήτη σε κάποια ιστορία
άσπρα κόκαλα ζώων.

ΓΙ' ΑΥΤΟ ΚΑΝΩ ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
και σ' αυτό τον αιώνα όλες οι δουλειές είναι ντροπή.
Ο ορίζοντας στενεύει όταν μικραίνει η γη
κι εκεί που δεν θα υπάρξει Αγάπη
ο θεός θα μοιάσει με το απόλυτο κτήνος.

Μέσα στο ηφαίστειο
φοβούνται περισσότερο την βροχή
οι τυφλοί
που νομίζουν το φως
παραίσθηση των ζεστών κορμιών
Οι χτίστες αριάδνες ποτέ δεν νοιάστηκαν
για τους μινώταυρους
πανοπλίες που δεν θ' ανέβουν ποτέ,
πτώση
εντοίχιση στο ανύπαρκτο.

Όσο λιγοστεύουν τα δέντρα μην ελπίζετε
που πάει να πει ζούμε σε έτη
μετά τον γιο που μου 'φαγε ο πόλεμος.
Κουρδιστή συντροφιά μου, λες: "πάτα ένα πλήκτρο
και θα συγχωρεθείς",
πρέπει να καταστραφείς
ΓΙΑΤΙ ΤΡΑΚΟΣΙΑ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ
τρώνε τον πολιτισμό μας στις πύλες
θα χάσουμε.
Δίκαιο κανένα δεν έχει
η υπεράσπιση πραγμάτων
πάνω στα πτώματα αυτών που ήταν ζωντανοί,
άνθρωποι παλουκωμένοι για να δεθούν συρματόσχοινα,
ψηφιακοί ήχοι από ηχείο θανάτου
ασθενικά φρουρόγκριζα ανθρωπάκια
υπακούουν
μια σκάλα με σκελετικά σκαλοπάτια
οι τοίχοι φτιαγμένοι από κενό
Κι αν επιβιώσεις σ' αυτή τη φυλακή
για πάντα θα είσαι μολυσμένος.

Στον αιώνα της πείνας
τα δόντια δεν θα σταθούν στον διψασμένο
θα στροβιλιστούνε σκατά
μα δεν θα γίνουνε σύμπαν.


Ένας άνθρωπος έτρεχε στο δάσος
δίπλα πέρασε από μεγάλες μηχανές
ένας τεράστιος όσο εκατό σκελετός έτριξε
στο μισό ξεριζώνοντας άρπαξε
σε λίγο στο χώμα μια αχνή σκιά ενός παράξενου πουλιού
που κελαηδούσε.
Νεκροί, μπορεί να έχετε κάποιο θεό, μα όχι το δίκιο.
Αέρας βρώμικος
ένα χέρι κρατάει ένα σφυρί
χτυπάει ένα καρφί στο δέντρο
που δεν νοείται παρά σαν ξύλο σταυρού.
Το καρφί τρυπάει το χέρι
γιατί χτυπάει;
γιατί;

είδα σαν ψάρι είδα σαν σαύρα
βλέπω τους δολοφόνους των μακρινών αποστάσεων
βλέπω θηρία που ψάχνουν για φαΐ
είδα να γερνάνε τον Χριστό
κι ανατρίχιασα
σιδερένια ψύχρα κι αράχνες
βλέπω την ζωή μελανιασμένη από το ξύλο
και οι γιοι των κτηνωδών πράξεων
θα τραφούνε με αίμα
Μια ανθρώπινη καρδιά
μα τα μάτια της μύγας είναι αδυσώπητα.

Πώς επέστρεψαν στην ησυχία μετά την απόκλιση τούτη;

Ο πολιτισμός σας τελειώνει στο φαΐ
τέλειωσε
Άκαμπτος σε τσιμεντένια λήθη
κλείνει τα μάτια,
δικιά μας δικιά μας,
σε ένοχη εξουσία χιλίων θανάτων
τα κόκαλα χοροπηδάνε
στα πιάτα των χορτάτων κάνουνε σινιάλο
να περάσουν τα βαριά οχήματα.
Οι μηχανές δεν κάνουν ποιήματα
κλουβί και στόμα
τα σύμβολα της ανυπαρξίας
ο μαθηματικός καθρέφτης πώς ν'απεικονίσει την πεταλούδα;
Πώς πίστεψαν να μασάνε τους τρυφερούς βλαστούς;
Η οδείνη ρίχτηκε στ' αδέρφια μου
και κόκαλα πέρασαν πριν από την κάθε λέξη.
Συννέφιασε
το φεγγάρι δεν έχει κρυφτεί
μα πέφτουν άπειρα τα κομμάτια του
στη βροχή
και στο τρίστρατο των ποταμών
που συναντιούνται οι χρησμοί
δεν το πρόσεξε κανείς.
Σύρθηκαν οι απάνθρωποι με τις μηχανές
ακολούθησε η ντροπή

Το χρώμα του δέντρου βάφτηκε κόκκινο
έξαφνα η γύρη βαφτίστηκε αίμα
Αυτοί που είχαν πρώτοι δει το θαύμα
καταδικάστηκαν
Έγινε μια λάμψη που δεν ήταν φως
φτιάχτηκε ένας ήχος που δεν ήταν μουσική
με φονικά χέρια μετρήθηκε το μέτρο
και βρέθηκε λίγο.
Γι' αυτό υπάρχει μια θύμηση πιο ελάχιστη
απ' τον ίσκιο του αραχνοϊστού
μα ξέρω και την μύγα και την αράχνη.
Οι ζωές μια αρχαία λέξη δαγκωμένη
μήλο που ποθεί
κι όταν μου τρύπησαν την Αφρική
δεν είχε ούτε νερό να τρέξει
μέσα από λόχμες κι αγκάθια
μήτε τη ρόδα μήτε το χρόνο παραπάνω
μίσησα τους Πεθαμένους.

Ταραγμένα κύματα του βυθού
με χαλίκια στοιβαγμένα οι κονσέρβες
όμως κάποιος ζει εκεί κάτω
η υγρή άμμος δεν γεννά αντικατοπτρισμούς
είναι πεινασμένοι και έχουνε δίκιο.
Άοστες άσαρκες αναίμακτες αλήθειες
ματωμένοι οστέινοι άνθρωποι
σε χορό.

Δέντρα που πέρασα
ίσως τα έκοψαν όταν έλειψα
παιδιά που πέθαναν
πάνω στον ύπνο μου
δίπλα στο πάτημά μου.
Είδα φωτιές πολλές
είδα χιλιάδες νεκρούς
στις ανάγκες του παράδεισου.
Την μέρα που γεννήθηκα το θηρίο όρισε τους εχθρούς μου
μα ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΝΕΝΑ ΕΧΘΡΟ
Οι έρημες στεριές οι ισοπεδωμένες
δεν με κράτησαν
οι ασπίδες που προστατεύουν από τον άνεμο
από τις ακτίνες του σύμπαντος
είναι ψεύτικες.

Υπάρχουν πιότερα απ' όσα υπάρχουν,
αγέννητα όσο η Ύπαρξη αγνοείται,
μια δύναμη στο μέγα θαύμα
το μετουσιώνει πάντα σε κάτι περισσότερο.
Το άγγιγμα του αθώου
αν πιω τους χυμούς θα'χω νύχια που νοιώθουν
γνώση που χορεύει ξυπόλητη.

Ένας άνθρωπος φονεύτηκε σήμερα
στα χέρια των χιλιάρχων
και δεν θα αναστηθεί ποτέ.
Αν τίποτα γι' αυτό δεν κάνω
κανείς
κανείς ποτέ δεν θα γεννηθεί ελεύθερος.


Τρίβομαι στα δέντρα
τον δρόμο κοιτάζοντας,
δεν θα 'χετε δει ποτέ
έναν νέο να γίνεται σιτάρι,
αρνούμαι η ζωή μου να υπηρετήσει ανάγκες παλιών αναγκών,
γκρεμίζω από πάνω μου τα άλλοθι της ανθρωπότητας
Λεύτερος όσο το μήκος του δρόμου που διάλεξα.
Άνοιξα την πόρτα μια μέρα και βγήκα

ΈΤΣΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΜΟΝΟΣ
γιατί δεν έχω θρησκεία αλλά θεό
δεν έχω πατρίδα αλλά άνθρωπο
γιατί ζητώ κολώνες από σκατά και παιδιά από μάρμαρο.

Βρήκα τη θάλασσα
-ήμουν μικρός ακόμα
στα ψηλά είχε την πρώτη θέα του κόσμου
δίπλα στις κουκουναρένιες κίτρινες γύρες-
μέσα στην απέραντη σχεδία
κολύμπησα.
Μαζί μου πήρα τα λουλούδια
εγώ που τα παιδικά μου πέθαναν σαν έγινα παιδί,
ήμουν η σπηλιά
ο δράκος μου ξύπνησε
γεννήθηκα με την ζωή ενός μικρού παιδιού.
Ήρθε το θηρίο να με σκοτώσει
μα είχε λιακάδα
Εκεί μασώντας τις σάρκες του
διάλεξα
ενάντια στους νεκρούς,
άλλαξα το αίμα μου με τούτο το αίμα
που βρέθηκε μέσα στο δάσος
πρωί,
αντίκρυ σ' αυτούς που τρώνε το μαύρο φαί μας
και νομίζουν πως έχουν δικαίωμα στο κεφάλι μου
έσωσα τον επαναστάτη και την αγάπη.

Το λουλούδι έφερε την δύναμη κάτω
λίγο ακόμη
και θα ξέρω τί γίνονται τα παιδιά
που πιστεύουν στους καλούς ανθρώπους.

Αγριεύομαι
μα δεν αηδιάζω.

Της έδωσαν ονόματα πολλά
όμως η μέρα στέκει μία και ξέρει
με το ύψος του σταριού
μετριέται το άξιο
και τα άστρα
δεν κατεβαίνουν από τον ουρανό στη γη
μα υψώνονται
από το χώμα στο άπειρο.
όσοι λαβαίνουν την τιμή του ήλιου
δεν έχουν δικαίωμα να λιγοστεύουν τον λόγο
Γενναίοι θα ορίσουν
και χάνονται οι σκιές αβοήθητες
μες το ίδιο τους το σκοτάδι.
Θα εξοστρακιστούν στους τοίχους του λαβύρινθου
οι άγιοι που άνοιγαν το στόμα
κι ο θεός δεν τους το γέμιζε
θα μείνουν εκεί μέχρι ο τελευταίος μινώταυρος
να βγει από την σκλαβιά την ίδια με θάνατο
(είναι δύο άνθρωποι στο κελί
τους βασανίζουν
κανείς τους δεν λυγάει
όταν και οι δυο πεθάνουν
για τον ίδιο ήλιο
ποιός θα τολμήσει τα όνειρά τους να εξηγήσει
δίχως να είναι έτοιμος να Ζήσει)
ύστερα θα βγάλει το φίμωτρο θα γίνει ψάρι
σε μια θάλασσα δίχως ψαράδες.

Ο δρόμος συνεχίζει
εγώ να μην είμαι στο κέντρο
που καθορίζουν τα κτήρια
μα σε μια φύση όταν φυσάει
ακούγεται η θάλασσα
ο ήλιος ζεσταίνει τα μάγουλα
έχει μόνο δυο χέρια άοπλα
τρωτά σαν μήλα κοκκινόφλουδα
διαβαίνουν οι μέλισσες σε διάβα
με μια δύναμη να γιατρεύει πληγές
μια ανταλλαγή των χρωμάτων όλων
δίχως κανένα θεατή
που πρέπει να δει
για να καταλάβει.

Οι αλλαγές των εποχών φανερώνονται
στην αναπνοή των λουλουδιών
κοίτα στα μάτια
κοκκινότατα άνθη αίμα αθώων στη θάλασσα
αναζητούν οξυγόνο.
Τις νύχτες τα φυτά αρπάζουν τον άνεμο
εξαγνίζουν το φως από την αδιαφορία.
Μέσα σε μια μικρή σπηλιά
εκείνοι που πιστεύουν στους νεκρούς Πεθαίνουν

Ο μεγάλος δίσκος του σύμπαντος γυρνάει
(πουθενά δεν είναι λέιζερ δίχως κόκαλα)
Πουλάκι κράζει στην ορφάνια
τρέχουν να κρυφτούνε οι σκελετοί
μπροστά στην μουσική που θα μιλήσει
μια κλίση πελώρια θα πάρει ο γαλαξίας
κι ό,τι δεν σταθεί δεν ήταν
δεν είναι δεν θα είναι.

Εκ δικαίου
ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
-πόσα ευτυχισμένα, δεν θα γίνουν,
πόσα όμορφα, δεν θα γραφτούν
γιατί εδώ δεν είναι ουτοπία-
αυτό που επιβιώνω να αρνηθώ
δίχως χώμα στην καρδιά στο αίμα σκόνη.
Ούτε ένα βήμα πίσω

Άνθρωποι
θα αφήσετε τα βουνά να σας ντροπιάζουν;
ποιός είναι ωρέ ο πιο ψηλός;

Εδώ
στο χώμα της γης μεγάλωσα
τα σύννεφα σχεδίες
το ηλιοσήκωμα πανί ιδρωμένο
έμαθα να κοιτώ ψηλά.
Κι όταν όρθωσα το ανάστημα
έμεινε το χέρι του θανάτου στα μαλλιά μου
κουλός ο θάνατος
το πήρα και το πέταξα στα σκυλιά.

Μέχρι τώρα οι άνθρωποι ήταν ήλιος ζωή θάνατος
σκέψου τον άνθρωπο δίχως θάνατο
να περπατά.

Για πόσα παιδιά που άδικα πέθαναν
πρέπει εγώ ν' αγωνιστώ
στοιχεια της αδιαφορίας
ρετσινωμένα πηχτά σε κολώνες σε λίπος
τα παιδιά που δεν ξέρουν πως πέθαναν
δεν θέλουν να πεθάνουν
και κρίμα ποτέ κανείς να μην νοιαστεί.
Γι' αυτό μην κάθεσαι στα δεξιά του θεού
γιατί εδώ σ' έχουμε ανάγκη
και το αίμα είναι αίμα και τίποτα λιγότερο
Οι αδερφοί των κοχυλιών
δεν κλαίνε με μαργαριτάρια αλλά με δάκρυα
δεν έχουν μάτια αλλά τρένα,
δεν κλαίνε.

Βαδίζω και σκέφτομαι
αυτός που σκότωσα στο όνειρό μου
ήταν ο πρώτος γέρος
Ποιός θέλει να ζει μόνο και μόνο
επειδή τον λυπήθηκε ο διάολος;

Η φωνή μεγαλώνει χτυπώντας ίχνη
ενός παράδεισου που ξεθωριάζει
-οι πεινασμένοι μισούν τους Πεθαμένους-
το βλέμμα ανάστρεφτο και τα χρώματα ανάποδα
στην ευθεία το μόνο που χρειάζεται είναι καρδιά
και το παρόν ανατριχιάζει
στην αναμέτρηση με το μέλλον μας
κανείς δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί
σ' ένα σκουλήκι να γίνει πεταλούδα,
δίχως την τιμωρία να κάνουμε πίσω
δίχως την τιμωρία να πληρώσεις για τα λάθη των άλλων
πολύ πριν απ' τον ήλιο πρέπει να είμαστε άνθρωποι.

Ιδού
ασφυκτικά σε βάρος των γενναίων
αργεί η μάχη.

Το παράπονο όμως
δεν είναι για τους άντρες του μεσημεριού.
Κι αν ήμουν ένα αγαλματάκι από άμμο
που ποθεί την θάλασσα
δεν παραδίνομαι.
Κοιτάζω ψηλά
έχω στην πλάτη μου μαύρα κόκαλα
ο ουρανός
με το απέραντο χρώμα της ζωής
με στοιχειώνει.
Σ' αυτό το φωσφόρινο τρένο τον αντίκρισα
τα μάτια του φώτα λαμπρά κόκκινα πέλαγα
ανέβηκαν γοργά τα σκαλοπάτια
ανοίγοντας μεγάλες τρύπες στο σίδερο που μύριζαν Φωτιά
ψηλά οι γαλαξίες γύρισαν
σε επιθυμία ανθρώπου
(ο Ίκαρος αρνήθηκε να συγχωρέσει τη σφαγή,
υπάρχει ένα δικαίωμα μέσα σε κάθε ζωή)
Μετά την προσέγγιση του Ήλιου
με τ' αδύναμα φτερά του
στύβοντας το αίμα από φτύμα και δάκρυ
επέστρεψε στην γη
ένα άσβεστο κομμάτι φως
η δημιουργία αρχίζει.

Ο γυάλινος κόσμος όλος χοντρός φουσκωμένος
κι οριζόντιος
πρέπει να ξεσχιστεί με θέα στο παράθυρο
έξω

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ
το πρώτο κριτήριο
σπρώχνει το σκουλήκι να γίνει πεταλούδα
μια αλυσιδωτή δημιουργία
με τί λόγια να περιγράψεις ένα αγέννητο μωρό
σαν το βάθος του ουρανού
είναι ένα ακόμα όνειρο
που κατοικείται.

Όμορφα λουλούδια,
μέσα στο χάος πάτησε ο πρώτος Νέος
και θάνατο δεν γνώρισε,
γυρεύω την πληρωμή σας
πάνω από το χώμα
κάτω από τον ήλιο.

Σε αγαπάω ποίημα δίχως μεγάλο κεφάλι
δίχως όμορφο δέρμα
δίχως υπερδύναμη
που θέλεις να τρέχεις ελεύθερος.
Σπάσε την ξύλινη πόρτα
κανένα δέντρο δεν την κρατά.

Καλημέρα πλάσμα
με το μικρό μου λαμπερό σημάδι
σε πλησιάζω
δεν βλέπω τα μάτια σου
μα την ζωή σου
τρέχω σαν αγρίμι
μέχρι το γόνατο στα ρηχά.

Παλεύοντας
εκεί που είναι τα μεγάλα κοχύλια
στα μεγάλα
τα μονοπάτια
καίει ο ήλιος τη φωτιά
βγήκα και περπάτησα στους χορταρένιους βάτους
ήταν αντρίκεια λόγια που φθέρναν την πέτρα
όποιος μες τη ζωή φάει τα φτερά του
άλλο πια δεν πεινά
μα τα νηστικά πουλιά μόνο πετούν
παραμερίστε σάρκα και ψυχή
κι ας ακουστεί μια ανθρώπινη κραυγή
Μεγάλωσα κάτω από βόλια
μα η απάντηση είναι η από την αρχή
καλύτερα να πεθάνω σαν άνθρωπος παρά να επιβιώσω σα μηχανή
τ' ανθάκια δεν είναι για πούλημα
Χέζω τους στρατούς

δεν ήταν απλώς μυρμήγκι
ήταν μεγαλείο
ΚΙ Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΓΙΟΣ
μιας κάμπιας που αγαπούσε τα λουλούδια.

Σηκώθηκαν αγκαλιάστηκαν
τους είδα
ο ουρανός είχε βάθος ο ορίζοντας πέρα
κάπως έκαιγε το χόρτο
πλησίαζε βροχή
το δάσος όμορφο
όμως δεν στάθηκε να γίνω πουλί
κοίταξα ψηλά
πήρα το νέο δρόμο.
Αν ήμουν Θεός ή ζώο ή δέντρο
δεν θα είχε σημασία
μα είμαι άνθρωπος
κι αυτό που μένει είναι να νοιάζομαι
και ιδρώνω
ιδρώνω και λαχταράω όταν βλέπω ένα ποίημα.

Με μια κιθάρα ζωγραφισμένη η πολιορκία των δέντρων
τραγουδώντας
αυτό που δεν άκουσα
γνώρισα αυτά που δεν υπέκυψαν ποτέ.
Κάθε πρωί το λουλούδι είναι στις μέλισσες
το ποτάμι κινείται
να γκρεμίσει το φράγμα
μετά δεν στερεύει
Βγαίνει ο ήλιος ξεκουράζονται οι ποιητές
για να φανερωθεί αυτό που γνωρίζει το δέντρο
τον πιο λόγο από τους λόγους
Βγες στο φως
αν δεν βαδίσεις δρόμος δεν γίνεται
αν δεν σκωθώ δεν ανεβαίνει
το πρωί δεν νοείται χωρίς Άνθρωπο

η επόμενη επανάσταση θα έχει πιότερο.

Σε άλλους δώσανε για να φυλάνε
τα πιο φανερά μέρη της ψυχής μου
το δικαίωμα της γροθιάς μου
δώσανε σ' άλλους
να κρίνουν για το δίκιο μου.
Μα αυτή την ευθύνη την θέλω τώρα εγώ.

Όταν ανατέλλει ο ήλιος
είναι η στιγμή για την οποία γεννήθηκα
Η ευχή ανήμερα είναι η ζωή
και την κερδίζουν οι γενναίοι.
Ξημερώνει
και δεν υπάρχει ούτε μια αιτία θανάτου.
Τα κεφάλια σηκώνονται
το λίπος σκίζεται απ' το ζεστό δέρμα
η γεωγραφία θα ανατραπεί
η επανάσταση έχει μέρας διάρκεια
αψηφώ όλο το παρελθόν
Νοιώθω την πρώτη πείνα να επιστρέφει,
άνθρωποι
είναι καιρός πια να σταματήσετε να τρώτε
είναι ώρα πια
να βυζαίνετε τον ήλιο.

Κοίτα
ένα πουλί να κρυώνει είναι χειμώνας
δεν βολεί λιγότερος ήλιος απ' όσον πρέπει.
Η άνοιξη κάθεται δίπλα μου αναμένη
τόσο κοντά η πατρίδα μου
Εύα και Αδάμ κόψε τα μήλα για τα παιδιά που πεινούν,
να έρθει το διψασμένο δάσος να μιλήσει
κι ο υδροχόος πάνω απ' τον καιρό
σπάσε την σιδερένια πόρτα
καμιά ζωή δεν την κρατά,
Νοιώσε
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ πΕΘΑΙΝΟΥΝ Μ' ΕΝΑΝ ΘΑΝΑΤΟ ΨΕΥΤΙΚΟ
αθροίζοντας την ύπαρξή τους στη δύναμη της ζωής.

Περπάτα τώρα,
ευαγγελίζω την άνοιξη
δυνατός σαν δέντρο
ενός ανθρώπου αγώνας

ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ

Ω αρχαία νεότητα
ζητώ μιαν εποχή όπου υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι.

Τώρα που ανθίζουν τα λουλούδια είναι καιρός
μόνο για ποιήματα
όλα τα άλλα είναι σκέτη προδοσία.
Ο,τι κι αν είσαι όπου κι αν είσαι
πάρε την ζωή σου και περπάτα
Ωραίος σαν τον ήλιος νέος σαν την επανάσταση
γι' αυτό που δεν ανήκει σε κανέναν
γι' αυτό που δόθηκε σε όλους
Γιατί τα λουλούδια ντροπιάζουν το Κτήνος
ο ήλιος ξεφτιλίζει το θάνατο,
σύντηξη ιδεών ως την ολοκλήρωση
του απείρου σε ωραίο
έτσι γίνονται οι πεταλούδες
τόσο ωραίο τόσο ανθρώπινο.

Σας λέω δε, το πρώτο κριτήριο είναι η ζωή
και το πρώτο κίνητρο.

Πέρασμα από τον κόσμο της καπνιάς στον κόσμο της φωτιάς
ώσπου την θέση του ήχου να πάρει η μουσική
και την θέση των αγαπημένων η αγάπη.
Γιατί πολύ πριν από τον άνθρωπο
πολύ πριν από τον θεό
είναι η ζωή.
Γιατί τίποτα δεν αξίζει πιότερο από ένα ποίημα
παρεκτός από ένα ζωντανό πλάσμα
που παλεύει
να ελευτερωθεί
μια ζωή που επαναστατεί να φτάσει τον ήλιο.
Αυτό το πλάσμα
είναι ένα ποίημα

και δεν είναι απλώς μεγαλείο
είναι Άνθρωπος

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΑΡΚΕΙ
κι ένας στη γη γενναίος.

Τώρα έδωσα την ψυχή μου στις κάμπιες
με δίχως ασπίδες αλλάζει η θάλασσα
Είμαι δυνατός κι αγαπώ
Διάλεξα και είμαι
αυτό που οι νεκροί θέλησαν να σβήσουν απ' την πλάση
Δεν έχω ψυχή
αλλά σώμα και σκέψη από ψυχή,
στων απανθρώπων τα μάτια μοιάζω με Τέρας
και δεν υπάρχει για μένα μήτε κόλαση μηδέ παράδεισος
μόνο θεός.

Δεν είναι παράπονο
είναι αξιοπρέπεια
να 'χεις την ελευθερία
αυτού που στέκεται στον ήλιο.

Γεμάτη λουλούδια παιδιά
γενναίων μια κιβωτός ψυχή
κωπηλατεί.
ΕΝΑ ΝΑΙ ΕΝΑ ΟΧΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΗ Η ΖΩΗ.

Ο γεννημένος, ώρα πολύ κοίταξε τον ήλιο
κι ευφράνθηκε ωριμάζοντας
στο όλο του καρπού προς την βλάστηση.
Η ελευθερία πρέπει να δένεται με τη ζωή
που πάει να πει πως
τίποτα δεν κάνει αξία το λάθος.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ
διαλυμένα αγάλματα βρεγμένο δέντρο
γιατί λουλούδια ανθισμένα
μηνούνε στην κάμπια
ένα τρένο χτυπημένο από κεραυνό
από αλήθεια τόσο ζεστή
λειώνει τις λέξεις στο διάβα της
Ω ήλιε ανέγγιχτε
καμιά στέρηση
καμιά αδικία
δεν κάνει την περίσσια σου.

Να κουδουνίζουν οι κουκουνάρες στο ρυθμό
που τρέχει η κάμπια
μια πίσω από την άλλη ημέρες ημέρες
ένας χορός ανθρώπων όνειρα καθεμιά
μάλλον άρωμα
ένα πράσινο κλαδί γνέφει στο σύμπαν.
Ο σεβασμός της ζωής δίνει αξία στον άνθρωπο
Έτσι στους ήλιους τις μέρες μου ας παίξω.

ΕΧΩ ΔΕΙ ΑΝΘΙΣΜΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
γι' αυτό δεν μπορώ να Πεθάνω
ε'ιμαι στοιχειό της ομορφιάς και της μεγάλης Μέρας
γνωρίζω την ύπαρξη του Ανθρώπου
γι' αυτό δεν μπορώ να Πεθάνω
Γνωρίζω τον Ήλιο
γι' αυτό δεν υπάρχει σκοτάδη.

Γιατί να φάει ένας άντρας που δεν θα Πεθάνει;
Ας δοκιμαστεί η ζωή δίχως θάνατο
σήμερα
με άνεμο τόσο δυνατό που η βροχή να σμίγει
το σπόρο στο χώμα.
Ω ενεστώτα αφρικάνικε
θα βρέξω στο μέλλον των παιδιών
θα χορέψω στον τάφο της ερήμου
γευόμενος τις συνέπειες των πράξεών μου.

Θα δεις τ' αστέρια να πέφτουν
αυτή η τελική πρόκληση να στεριώσεις τον ουρανό
θα δεις ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα
και είναι η ώρα να Ζήσεις ή να Πεθάνεις.

Ζωής ένεκεν λοιπόν βιάζομαι

Ύπαρξη το φως
και η σκιά δεν είναι παρά έλλειψη φωτός
ύπαρξη η ζωή
και ο θάνατος δεν είναι παρά έλλειψη Ζωής

Ω ελευθερία
με έδειρε το τριαντάφυλλο
είμαι επαναστάτης
μπορώ να ζήσω κάθε μέρα

Ω επανάσταση
με γάμησε το στάχυ
είμαι ποιητής
μπορώ να πεθάνω κάθε μέρα.

ΠΟΙΑ ΙΔΕΑ ΤΟΛΜΑ ΝΑ ΑΓΝΟΕΙ ΤΗ ΖΩΗ;

...μια μέρα
κάποιος αγωνίστηκε
για κάτι που δεν μπορούσε να μυρίσει
να δει να ακουμπήσει,
κάτι που χρόνια πολλά μετά
πήρε το όνομα Ήλιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου